Κόλιαντα μπάμπου , κόλιαντα
κι μένα κουλιαντίνα
Σαν δε μου δίνεις κόλιαντα
δώσ' μου ένα κουρίτσι
-Και τι του θέλεις γάιδαρι
του ξένου του κουρίτσι;
-Να να του φιλώ, να του τσιμπώ,
να μι ζισταίνʼ τις πλάτες
Mωρ καλή νοικούκυρα
που δεν ανοίγς την πόρτα
Kι κατσαρώνεις τα δαυλιά
Kι κατουράς τις στάχτες
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!!
thanx to zouri, πάμε όλοι μαζί:
1
«Κόλιαντα, μπάμπου μ’, κόλιαντα
κι μένα κουλιαντίνα».
Πόσα στου νού μ’ δε μ’ ίφιραν
σαν τάκσα, αρά Ντίνα!
2
Θυμήθκα, όταν πάιναμι
κι ιμείς όλ’ η παρέα
Πόσου καλά μας φαίνουνταν
τα κόλιαντα κι ουραία
3
Μέρις τα καρτιρούσαμι
κι είχαμι στου νού μας
σι ποιο σπίτ’ θα πάιναμι
γνουστά του καθινού μας.
4
Κι η μέρα όταν έφτανιν,
π’ του βράδ’ χά να τα πούμι
που ποιο σπίτ’ θ’ αρχινούσαμι
κι που θ’ ανταμουθούμι.
5
Όν’ τ’λ’ νύχτα δεν κοιμούμασταν.
Γυρνούσαμι στου στρώμα!
Θαρρούσαμι ξημέρουσιν.
Σκουτάδ ήταν ακόμα!
6
Απ τα ιννιά μισάνυχτα
μας έγλιπις στου δρόμου.
Στου χέρ’ τουν τσιώκου είχαμι
κι του σακκούλ’ στουν ώμου.
7
Τα τ’φάνια δεν μας τρόμαζαν,
οι παγουνιές τα χιόνια!
Τραγδούσαμι, γιλούσαμι,
-ιφτυχισμένα χρόνια!!!-
8
Οι πόρτις όλις έτριζανα
πού του τάκα – τάκα.
Κι αν πουθινά δεν άνοιγαν
χπούσαμι μι τα’ τζιουμάκα.
9
.Αλλοίμουνου αν δεν άνοιγαν!!!
Απού του χτύπα – χτύπα,
τσιώκ’ κι τζιουμάκις θάνοιγαν
σην πόρτα καμμιά τρύπα.
10
Μα ου κόσμους μας πιρίμινιν
κι απού νουρίς ξυπνούσιν.
Μας άνοιγιν, μας δέχουνταν
κι μας φιλουδουρούσιν.
11
Καρύδια, μήλα, κάστανα,
κόλιαντα ζυμουμένα,
όσα η χούφτα έπιανιν
έδουναν στουν καθένα.
12
Στου Βαμβακά μας έδουκαν
κι μανταρίν’ θυμούμι.
Τα γέλια που μας έπιασαν
ακόμα τ’ αδουκιούμι.
13
Πώς άραγις να τρώγιτι
καθένας μας ρουτιούνταν;
Μι ν πέτσα ου Λιόλιους τώφαγιν
κι γλύφουνταν κι φτυούνταν!
14
Κι μι του δίκιου τ’. Άγνουστου
ήταν αυτό του φρούτου.
Σην Κόζιαν’ τότι τούξιραν
αυτοί πούχαν τουν πλούτου!
15
Κι τα σακκούλια γιόμουζαν
κι ιμείς καμάρουνάμι!
Μ’ απου καμμιά φρα τύχινιν
κι άσχημα ν πάθινάμι.
16
Γιατί οι τρανοί μας έστηναν
ιτότι καραούλια
κι ούτι τσιώκουν μας άφιναν
κι ούτι τα σακκούλια!
17
Τι άλλου απ’ τα κόλιαντα
να αδουκθώ ρα Ντίνα;
Που να τραγδίσου ντρέπουμαν
κι ίλιγα ισένα αρχίνα;
18
Στου μοίρασμα π’ τσακώθκαμι
μια φρα κατά του Δόκου
κι χίρσαμι να χτπιούμαστι
κιά οι δυό μας μιν του τσιώκου;
19
Σι λίγου όμως τα’ αστόησαμι
κι είπαμι κι μπέντια,
-τότι τα μαλώματατα
είχαμι για γλέντια!
-20
Σ’ όλα τα σπίτια ίλιγιν
πώς έχ’ Τζιτζίκου ου Μήκας
κι είκουσ’ μαμάννις μέτρησα
να λέει πώς έχ’ ου Τζήκας!
21
Κι ξένις πόρτις χπούσαμι
μα τόχαμι στου νού μας
μην τύχ’ κι αστουχήσουμι
να πάμι σπίτ’ τ’ νουνού μας.
22
Γιατί ικεί μας έδουναν
ιτότι κι παράδις,
ινώ οι άλλ’ δεν έδουναν
ικτός απ’ τς αρχουντάδις.
23
Μι τς ώρις πιρπατούσαμι!
Όλ’ ν Κόζιαν’ ν αλώντζάμι!
Ψόφχ’, σκουτουμέν’ γυρνούσαμι
στου στρώμα έπιφτάμι.
24
Κοιμούμασταν κι στ’ όνειρου
κι πάλι ίγλιπάμι,
ότ’ πρέπ’ να ανταμώσουμι
στα σούρβα για να πάμι!!!