20060927

prophecy

Κάποια χρόνια πριν, στο τέλος της ακαδημαικής χρονιάς, μαζευτήκαμε στο υπόγειο ενός παλιού κτιρίου για ένα γνωστό τελετουργικό της εστίας που με φιλοξενούσε. Λίγα άτομα, μόνο κοπέλες, τελειόφοιτες και πρωτοετείς. Μη ξεγελιόμαστε και μην πονηρευόμαστε, ο τελικός σκοπός ήταν απλώς να πιούμε πολύ. Και να πιούμε ότι μπορούσε να βρει η καθεμιά, από αυθεντική μεξικάνικη τεκίλα μέχρι αψέντι, βρέθηκαν στο τραπέζι. Στο πάτωμα, μάλλον. Ήταν ας πούμε ένα αποχαιρετιστήριο πάρτυ. Σαν τελειόφοιτες έπρεπε να δωρίσουμε κάτι στις μικρές. Τις φωνάζαμε μια μια να σηκωθούν και σε ένα παιχνίδι θάρρους ή αλήθειας, αν τα κατάφερναν, έπαιρναν και το δώρο τους, συνήθως προσωπικό και κάτι πολύτιμο (όχι σε χρήματα). Στην αγαπημένη μικρή που μου κλαιγόταν όλο το πρώτο εξάμηνο που είναι τόσο μακριά από τον γκόμενο από το λύκειο και μετά συνήλθε και ξεσάλωσε, άφησα τη μισή πραμάτεια μου. Και χωρίς να τη ζορίσω, γιατί σιγά μην την έβαζα να κάνει τον καραγκιόζη, δεν έβλεπε από το ποτό. Και μετά ήρθε η σειρά τους να πουν τις 'προφητείες'. Που μας φαντάζονται μετά από κάποια χρόνια (όσα περίπου πέρασαν μέχρι τώρα). Σηκώνεται η μικρή να απαγγείλει την δικιά μου. Κοιτάζει το χαρτί με το τι είχε γράψει, πάει να αρχίσει να μιλάει, και την πιάνει το κλάμα. Συνεφέρει τον εαυτό της στη στιγμή και πάει να ξαναμιλήσει. Σταματάει και πάλι και πετάει το χαρτί. Γελάει. Ας πω βλακείες, λέει. Φαντάζομαι, συνεχίζει, ένα πολύ όμορφο σπίτι απομονωμένο στα βράχια κάποιας παραλίας, κάπου στη Μεσόγειο. Δεν έχει σημασία που, αλλά η παραλία είναι μαγευτική και το καλοκαίρι και τον χειμώνα. Πλησιάζοντας στο σπίτι ακούγεται τέρμα η μουσική. Μια πολύ ωραία μουσική, αυτή που συνήθως ακούει και δεν ξέρω τι είναι. Είναι λοιπόν το trol εκεί μαζί με όλους τους φίλους της. Και οι φίλοι της είναι πανέμορφοι άντρες και υπέροχες γυναίκες, αλλά κυρίως αγαπημένα πρόσωπα και έμπιστα άτομα. Και είναι όλοι ευτυχισμένοι. Και φυσικά θα πάω να μείνω και εγώ εκεί, γιατί έτσι θέλω να ζήσω.

Πού
είσαι μικρή, πού είσαι τοοοόσο μακριά και όχι τόσο μικρή πια και έγινες και μεγαλοστέλεχος εταιρείας, να με δεις τώρα στο γραφείο να πήζω και να αγχώνομαι και να μην θέλω να δω κανέναν μπροστά μου. Τελικά, όντως βλακείες έλεγες.

Photo Credit:
http://www.flickr.com/photos/rebba/ Είναι καταπληκτική. Χρησιμοποίησα και άλλη φωτογραφία της πριν μήνες εδώ. Thanks to Derek for the link.

20060925

linkblogs

Μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό. Τη δεκαετία του '80. Όταν τα χωριά ήταν πιο αγνά και πιο μακριά από τον πολιτισμό, όπως λένε πολλοί νοσταλγοί σήμερα, επισκέπτες τότε της υπαίθρου. Έχοντας όμως ζήσει σε ένα από αυτά, μπορώ να πω, ότι η εμφάνιση ξεγελάει, το δικό μου τουλάχιστον χωριό ήταν και είναι ύπουλα στυγηρό και άθλιο. Έχετε δει το Dogville? Έτσι συμπεριφέρονται στο χωριό μου. Όπως τον βολέψει τον καθένα. Μπορεί να εξοστρακιστείς από το πουθενά. Συμμαχείς με γείτονες και σόι, μπας και καταφέρεις να επιβιώσεις. Και πάλι ποτέ δεν είσαι σίγουρος. Δεν εμπιστεύεσαι κανέναν. Μαθαίνεις όμως. Μαθαίνεις να κινείσαι ανάλογα και σύμφωνα με τον ρόλο σου, άντρας, γυναίκα, γαμπρός, σώγαμπρος και πάει λέγοντας. Όχι με τη συμπεριφορά σου. Αλλά με μια άκρως διαδεδομένη πρακτική, κοινώς γνωστή ως 'φερσίματα'. Σε αστικές, Ελληνικές κοινωνίες, το πλησιέστερο ονομάζεται 'υποχρεώσεις'. Γέννησε η τάδε από το γραφείο, να της πάμε δώρο. Απλά τα πράγματα. Τα 'φερσίματα' όμως του χωριού είναι τέχνη. Κάνει γλυκό η διπλανή γειτόνισσα και το πάει στην απέναντι περνώντας επιδεικτικά μπροστά από την μαμά μου χωρίς να την χαιρετήσει και φωνάζοντας στην άλλη ότι της φέρνει γλυκό. Το γλυκό βέβαια δεν το πάει έτσι, για το μεράκι που λένε. Υπάρχει λαβύρινθος μηνυμάτων. Κάθεται και σκέφτεται τώρα η μάνα μου τι μπορεί να έκανε και της φέρεται η άλλη έτσι. Εγώ ούτε που θα το είχα προσέξει το σκηνικό. Το μόνο που μπορεί να σκεφτεί λοιπόν είναι ότι μια άλλη, εκτός της γειτονιάς, της έβαλε λόγια, ότι τάχα είπε κάτι η μάνα μου, γιατί η άλλη ήθελε να μάθει κάτι από αυτήν που έκανε το γλυκό και την καλοέπιανε. Από την άλλη μπορεί να μην είναι αυτό, μπορεί απλά η γειτόνισσα να θύμωσε γιατί η μάνα μου τίναξε το τραπεζομάντηλο από το παράθυρο και κατα λάθος ο αέρας πήρε κάτι ψίχουλα στα σκαλιά της και να νομίζει ότι η μάνα μου το έκανε επίτηδες. Στόμα δεν έχει να μιλήσει. Οπότε το βράδυ, που μαζεύονται όλες στον 'μαχαλά', κατεβαίνει και η μαμά μου αποφασισμένη να δει τι στο καλό έπαθε η άλλη και δεν της μιλάει. Εγώ της είχα πει, βέβαια, ρώτα την, έγινε τίποτα; Καλά, άκυρο, εγώ δεν θα επεβίωνα εκεί. Φτάνει λοιπόν στον μαχαλά και πετάγεται η πεθερά της και γιαγιά μου, της λέει είδες η τάδε έκανε γλυκό σήμερα. Α, λέει η μάνα μου, πως και δεν μας έφερε, άλλες φορές μας φέρνει. Μιλάμε για υψηλή τέχνη. Πετάγεται μια άσχετη και λέει ότι θα έφερνε και σε εμάς, το ξέρει γιατί ήταν εκεί το πρωί για καφέ. Αυτή ποιά καλοέπιανε δεν ξέρω. Καλά να μην συνεχίσω για το τι διαβουλεύσεις γίναν, εγώ είχα χαθεί από νωρίς. Τελικά, η διπλανή ήταν θυμωμένη γιατί με είδε στο αυτοκίνητο του θείου μου, που ήθελε να αγοράσει ο γιός της και εγώ το πήρα για μια βόλτα, και κάποια της σφύριξε ότι τάχα ο θείος το έδωσε σε μένα και αυτή στράβωσε. Καλά, μιλάμε, η υπόθεση μέχρι να διελευκανθεί είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις. Όπως πάντα. Και από το τίποτα. Φυσικά αυτό γίνεται γιατί η καθεμιά τους έχει κρατημένα κι άλλα και θέλει να το δείξει αλλά χωρίς να γίνει περίγελος και θέμα κουτσομπολιού. Και φυσικά επειδή πρέπει να επιβληθεί και να δείξει και κάποιο κύρος. Κάπως έτσι είναι και στην μπλογκόσφαιρα κάποιες φορές. Και έχει γέλιο, γιατί μου θυμίζουν το χωριό μου. Θα μάθω σε καμιά θειά από το χωριό blogging, να την φέρω εδώ μέσα να πάθουν πλάκα όλοι.

20060916

oceansized

Ωραία η θάλασσα, ωραία και το βουνά. Όλες τις εποχές. Και το φθινόπωρο. Μερικές φορές, ειδικά το φθινόπωρο. Πολύ ωραία αν μπορέσουμε να την κάνουμε και κανένα σαββατοκύριακο. Και ας πάμε ή στη θάλασσα, ή στα βουνά. Και τα δύο κοντά είναι στην τεφρούπολη. Εμένα θα μου αρέσει το ίδιο. Και να πάμε οδηγώντας, μου αρέσει και η διαδρομή για εκεί. Θα περιμένω γεμάτη ανυπομονησία να δω τη θάλασσα σε γκρι-ασημί χρώματα ή να μυρίσω την καταχνιά την ώρα της αυγής σε κάποια πλαγιά. Ωραία θα είναι. Και αλήθεια, θα μου αρέσει, θα με ξεκουράσει, θα με γεμίσει. Όμως. Όμως θα είναι μια σύντομη απόδραση. Ναι το ξεχνώ για λίγο. Αλλά δεν παύει να είναι ακριβώς αυτό. Σύντομο και απόδραση. Ούτε το ένα θέλω, ούτε το άλλο. Εγώ θέλω τον ωκεανό. Το απέραντο, το ατελείωτο και για πάντα. Και το θέλω τώρα. Που είναι φθινόπωρο. Που σκοτεινιάζει λίγο πιο νωρίς, που τα κύματα είναι λίγο πιο μεγάλα και ακούγονται μέχρι εκείνο το σπίτι που είχαμε μείνει κάποτε. Όπου ξυπνούσαμε το πρωί και το δωμάτιο ήταν γεμάτο με αυτό το γκρι-θαλασσί χρώμα που μου αρέσει. Όπου μύριζε ωκεανός και δεν ήταν ούτε το Αιγαίο, ούτε η Μεσόγειος, ούτε καν η Βόρεια Θάλασσα, ήταν κάτι ασύλληπτο για το μυαλό μου και πανέμορφο. Ωκεανός. Ατλαντικός.
..stuck at work..thinking of a beautiful morning at cape cod by the ocean..and a route...marconi beach all the way down to florida...always a snob for the east coast, now craving for exactly that

20060912

kiteless











χθες ξύπνησα και δεν ήθελα να πάω στην δουλειά συμβαίνει καμιά φορά αλλά χθες απλώς δεν μπορούσα. δεν νύσταζα δεν βαριόμουν δεν ήμουν άρρωστη δεν είχα πολύ δουλειά στο γραφείο δεν μάλωσα με κανέναν δεν μπορούσα όμως να σηκωθώ από το κρεβάτι. σκεπαζόμουν με την κουβέρτα ένιωθα αμυδρά απόγνωση στην δουλειά τελικά δεν πήγα ένιωθα άδεια πήγα σε έναν φίλο μου σαν να έχασα κάτι και να μην μπορούσα ακόμα να κλάψω γι αυτό πρώην φίλο μου για να ακριβολογούμε κάποιον που είναι στα καλά του ήθελα μόνο να βρω έναν τρόπο σήμερα μόνο ήρθα στη δουλειά να με πάρει ο ύπνος δεν μου λείπει και να βυθιστώ εκεί όλα ΟΚ σήμερα νομίζω κάτω από την κουβέρτα μου απλά ήθελα να είμαι κοντά σε κάποιον

20060906

lead me on my dreams

Σε στρίμωξα προχθές. Από εκεί που δεν το περίμενα. Έριξα άδεια και έπιασα γεμάτα που λένε. Και ήταν τόσο απλό. Σε ρώτησα απλώς αν σου αρέσει η τέχνη. Ναι, εντάξει δεν έχεις κλίση σε κάτι αλλά σε ρώτησα αν σε συγκινεί ένας πίνακας για παράδειγμα. Ναι, μου λες, καμιά φορά σου αρέσει να σκέφτεσαι τι ήθελε να πει ο καλλιτέχνης. Επέμενα. Ήθελα να μάθω αν υπήρχαν φορές που είδες έναν πίνακα και έμεινες άφωνος, πριν προλάβεις να σκεφτείς, το θέμα, τον καλλιτέχνη, πριν προλάβεις να συνειδητοποίησεις καν την τεχνοτροπία του συγκεκριμένου πίνακα. Δυσκολεύτηκες. Προσπάθησες να ξεφύγεις. Είπες ότι δεν σου αρέσει ο Degas επειδή είναι Degas. Και κάπου εκεί μπλέχτηκες παραπάνω. Συνέχισες μόνος σου. Κοίτα μου λες, είχες πάει στο μουσείο με το σχολείο και δεν σου άρεσε, αλλά όταν πήγες χρόνια μετά με έναν φίλο σου και σου έκανε την ξενάγηση, το απόλαυσες. Χαμογελούσα. Γιατί ακόμα δεν μου είχες απαντήσει. Και σου λέω, ξαναπήγες μόνος σου σε κάποιο μουσείο για να σταθείς μπροστά από έναν πίνακα που σου είχε μείνει; (πού σε είχε στοιχειώσει ήθελα να πω αλλά ας μην σε τρομάξω) Όχι δεν είχες πάει, απάντησες. Και ξαφνικά φαινόσουν πολύ ανήσυχος, ένιωθες κάπως άβολα. Όχι γιατί δεν είχες πάει μόνος σε ένα μουσείο να δεις έναν πίνακα που σου άρεσε αλλά η συζήτηση σε έκανε να νιώθεις άβολα. Περίμενες όμως την συνέχεια. Να το κάνουμε πιο εύκολο, σου ειπα. Έχεις σταθεί να χαζέψεις ένα κτίριο, ένιωσες την διάθεση σου να αλλάζει έντονα από τα χρώματα ενός ηλιοβασιλέματος, στάθηκες στην στάση του λεωφορείου παρατηρώντας τους γύρω; Ναι, μερικές φορές, είπες. Και ήσουν σκεφτικός. Κοινότυπες απαντήσεις σε κοινότυπες ερωτήσεις αλλά μια πολύ περίεργη συμπεριφορά. Αυτό έβλεπα. Και εκείνες τις φορές, συνέχισα, όταν οι εικόνες σου προξένησαν κάποια συναισθήματα, όμορφα ή λυπηρά, ένιωσες μέσα σου κάποια αόριστη ελπίδα, κάποια δύναμη; Ησυχία. Τα παρατάω, σκέφτηκα και κάθομαι πίσω στην καρέκλα μου, χαλαρώνω και χαζεύω έξω. Και εσύ ηρεμείς. Ώρα να αλλάξουμε κουβέντα, να κάνουμε κάτι άλλο. Σηκώνεις το κεφάλι και χαμογελώντας με τον τρόπο που πάντα χαμογελάς σε τέτοιες περιπτώσεις με ρωτάς: Πότε ήταν η τελευταία φορά που κάνοντας σεξ έβαλες τα πόδια σου στους ώμους του άλλου; Χαμογελώ. Σκέφτομαι πως πάντα απέφευγες να είσαι ρομαντικός. Το έκρυβες. Έκανες πως γίνεσαι κοινότυπα ευθύς. Αλλά αποτυπωμένη επάνω μου ένοιωθα ακόμα όλη εκείνη την περίεργη αντίδραση σου στις προηγούμενες ερωτήσεις. Την προσπάθεια σου να κρυφτείς. Την ειλικρίνεια σου να μην μπορείς και να προβληματίζεσαι. Την ανάγκη σου να μην το κρύψεις παρά μόνο στις λέξεις. Σου απαντώ: Πιστεύεις ότι οι ερωτήσεις μου ήταν τόσο αδιάκριτες; Σκυβεις πάλι το κεφάλι. Το ξανασηκώνεις κάπως δειλά. Κανένας δεν μιλάει. Έντονα βλέμματα και από τις δυό μεριές. Μόνο τότε αποφασίζω ότι έληξε η συζήτηση. Κάθομαι πάλι πίσω στο κάθισμα μου, να σκεφτώ για λίγο. Εσένα, εμένα, τα πάντα, τις δυσκολίες μας, το δέσιμο μας, τη μοναξιά μας, την απόσταση μας, ολα. Ακούω την φωνή σου μέσα στην ησυχία να λέει σχεδόν μουρμουριστά: Συγνώμη, σχεδόν νοιώθω στο σώμα μου τον πόνο σου. Και σκύβεις και πάλι το κεφάλι. Κλείνω τα μάτια. Σκέφτομαι για μένα, είναι δυνατόν να μην σε αγαπήσω, σκέφτομαι για σένα, είναι δυνατόν να μην σε έχει συγκινήσει έστω και ένας πίνακας; Κοιμήθηκα ήσυχη εκείνο το βράδυ.

Η φωτογραφία είναι του Johan Holthof. Κάπου στο Βερολίνο.