20100429

we are poor

.

photo by Stratis Vogiatzis


Σκεφτόμουν προχθές πόσο μου αρέσει το σούσι. Και το σκεφτόμουν με αφορμή μια συνηθισμένη, χαζο-αστεία στιχομυθία, από αυτές που πάνε και καλά να διασκεδάσουν την κρίση -και καλά κάνουν αλλά οκ... λέει λοιπόν ένας: 'Τώρα με την κρίση θα κόψουμε και το σούσι' (και καλά) και απαντάει κάποιος άλλος 'Γιατί, σε ποιόν άρεσε?'. Σόρυ παιδιά αν είστε τόσο βλήματα που το τρώγατε με το ζόρι ενώ δεν σας άρεσε, εγώ αστείο σε αυτό δεν βρίσκω, ούτε καν κάτι παλαιομοδίτικα κωμικό ως καρικατούρα του δήθεν νεοπλουτισμού και μπλα μπλα... στην τελική το σούσι το λατρεύω και το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή που το δοκίμασα. Φυσικά σε διάφορες χώρες βρίσκεις μια χαρά σούσι σε πολύ καλές τιμές, ενώ εδώ όχι, οπότε να πω την αλήθεια στην Ελλάδα σούσι δεν έχω φάει, αλλά όπου αλλού κι αν ήμουν δεν έχανα ευκαιρία να τσιμπήσω έστω και μια εξάδα california maki απλώς. Ωμό χέλι? Παιδιά πεθαίνω, είχα συγκλονιστεί με την γεύση. Τέλοσπαντων μια φορά μόνο στην Ελλάδα που μου είχε λείψει πολύ, ήταν να κατέβω Αθήνα, είχα μαζέψει και λεφτά, έκανα μια έρευνα και βρήκα που έχει καλό σούσι και είπα ότι οκ όσο κάνει θα πάω να φάω. Πήγα, και πήγα μόνη μου γιατί ντρεπόμουν να πω στους φίλους μου πάμε να φάμε σούσι και κάθησα με μια τρελή χαρά μόνη στο τραπέζι και ήρθε ο σερβιτόρος και με ρώτησε τί θα ήθελα να πάρω εκτός από σούσι γιατί λείπει σε άδεια ο μάγειρας. Ξενέρα? Οπότε ποτέ σούσι στην Ελλάδα. Οι υπόλοιποι να το κόψετε.

Κοιτούσα τη λίστα με τα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου. Μου άρεσε το δανέζικο που βγήκε πρώτο.. "Εδώ δεν θα βρείτε ελαιόλαδο, σάλτσες με ντομάτες, κτλ κτλ ...γυρίσαμε όλη τη Σκανδίναβία και μαζέψαμε το τάδε μυρωδικό, το μαγειρέψαμε με το τάδε ψαρικό, κτλ, κτλ". Απλά ωραίοι, δηλαδή σιγά τη ντομάτα που θα έτρωγες Σκανδιναβία ακόμα κι αν σου την έφερναν παραγγελία με αεροπλάνο μόνο για σένα. Τώρα για τη δική τους κουζίνα, να πω την αλήθεια δεν την γνωρίζω, μου είχε αρέσει σίγουρα η καθαρότητα της φιλανδικής αλλά τώρα το γκουρμέ σκανδιναβέζικο θα μ' ενδιέφερε να το δοκιμάσω σίγουρα, πρώτο στον κόσμο δεν ξέρω αν θα το έβγαζα. Αν και αυτές οι λίστες είναι πάντα μούφα, δηλαδή η γεύση μας εξαρτάται τόσο πολύ από το τί έχουμε μάθει να τρώμε που όσο γευσιγνώστης και εκπαιδευμένος να είναι κάποιος, δύσκολα θα φτάσει στο σημείο να μπορεί να εκτιμήσει πλήρως μια ξένη ή απλώς κάπως οικεία κουζίνα. Είναι λίγο σαν το κρασί. Οι τυποποιημένες καλιφορνέζικες ποικιλίες, όσο καλές κι αν γίνουν -που έχουν γίνει- με τίποτα δεν θα μπορεσουν να φτάσουν τις εκπλήξεις που μπορεί να κρύβουν τα κρασιά μικρότερων παραγωγών για αυτούς που γνωρίζουν τη συγκεκριμένη όποια παραγωγή. Και φυσικά θα είναι κρίμα αν οι μικροί παραγωγοί που έχουν από λίγους αλλά φανατικούς οπαδούς αντιγράψουν την στάνταρντ ποικιλία, όσο καλή κι αν είναι, για να πιάσουν ευρύτερο κοινό. Δεν είμαι υπέρ του ενός και κατά του άλλου, απλά άλλο το ένα, άλλο το άλλο, σε καμία περίπτωση ανταγωνιστικά, στην καλύτερη περίπτωση συνεργατικά. Αλλά δεν μπορεί τώρα να το παίζει και ο κάθε άσχετος γευσιγνώστης. Γευσιγνώστρια δεν είμαι αλλά μάλλον έχω πιεί μεγαλώνοντας τόσες διαφορετικές εκδοχές του ξινόμαυρου που πια ... πάει η γλώσσα μόνη της... ή κάτι τέτοιο, το κρασί που κάνει ο πατέρας μου ας πούμε το αναγνωρίζω σχεδόν, κι ας είναι κάθε χρόνο διαφορετικό. Αν το άλλαζε πολύ και ξαφνικά, αν αντέγραφε, ε δεν θα ήταν το ίδιο. Μικροί πειραματισμοί και λίγο λίγο, μερικές φορές επιτυχείς, άλλοι ατυχείς. Ένα πράγμα πάντως που μπορώ να πω με σιγουριά και ισχύει για τα πάντα, τοπική κουζίνα, κρασί, design, επιχειρηματικότητα, κτλ κτλ είναι ότι... overnight success takes many many years. Γι' αυτό λοιπόν και είμαι συνήθως καχύποπτη με ότι καινοφανές, ποτέ με ότι νέο που αντιθέτως με συναρπάζει. Τίγκα στον μοραλισμό αυτή η παράγραφος χαχα... παρακάτω λοιπόν..

Πέρασα και την υπόλοιπη λίστα με τα καλύτερα εστιατόρια και τα τσέκαρα ένα ένα να δω τί μενού είχαν. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυριαρχεί ακόμη η μοριακή γαστρονομία, αφροί, αφροί και πάλι αφροί και δηλώσεις του τί σχέση έχει η γαστρονομία με το design. Spare me. Χωρίς να γνωρίζω, νομίζω ότι θέλει κι άλλη δουλειά για να φτάσει ο συγκεκριμένος τρόπος μαγειρέματος σε κάτι πραγματικά μεστό, προς το παρόν μάλλον λίγα ενδιαφέροντα πράγματα κι εκεί. Πάντως να πω ότι οι τιμές στα περισσότερα, ακόμη και σε αυτά που πρέπει να κλείσεις έναν χρόνο νωρίτερα, ήταν λογικές. Όταν λέμε λογικές εννοώ ότι ήταν μεν ακριβές αλλά ακόμη και εγω αν ήθελα ντε και καλά να πάω να φάω εκεί, ε θα μπορούσα. Σε μερικά από αυτά μάλιστα το μεσημεριανό κόστιζε όσο ένα βραδυνό σε ένα απλώς ακριβό ετσιατόριο της Αθήνας. Μάλλον δεν θα το έκανα αλλά με εξέπληξε που αν ντε και καλά ήθελα -και κατά καιρούς θέλησα- θα μπορούσα.

Για την ώρα, επειδή έχουμε κρίση λένε ότι θα γυρίσουμε στα δικά μας και στα απλά, ραδίκια ποσέ, πίτες κτλ. Και ότι όσοι έχουμε κήπο θα βάλουμε κανένα κρεμμυδάκι, καμιά ντοματούλα. Και θα τρώμε και όσπρια. Εγώ πάντως τα τελευταία πόσα χρόνια που ζω στην Ελλάδα θυμάμαι μόνο μερικές στιγμές που με ενοχές αγόραζα κρεμμυδάκια και ντομάτες γιατί απλά δεν μπόρεσα να πάω ως το χωριό να πάρω από τα δικά μας. Αν πάλι κάποιος από τους γονείς μου ερχόταν σπίτι και έπαιρνε το μάτι τους ότι αγόρασα κάτι τέτοιο απ' έξω, στην καλύτερη των περιπτώσεων θα απορούσαν και θα ρωτούσαν μα γιατί πήγες και αγόρασες κρεμμυδάκια, τόσα έχουμε. Ε, δεν έχουν άδικο. Καθώς περιτριγύριζα χθες τους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ, μιλούσα στο τηλέφωνο με έναν φίλο μου για την κρίση και πως είναι η Ελλάδα και τα συνηθισμένα για τα οποία λέμε εδώ και χρόνια και με ρώτησε που βρίσκομαι και όταν του είπα, μου λέει κοίτα γύρω σου, πιπεριές Φλωρίνης από την Τουρκία, μήλα από την Ιταλία, μόνο κάτι γάλατα δικά μας και αυτά πανάακριβα. Βγαίνοντας από το σούπερ πήγα σε όλα, ΟΛΑ όμως, τα μανάβικα και έψαχνα σπαράγγια, που όπως διάβασα στο ίντερνετ βγαίνουν στην Μακεδονία και την Θράκη από Μάρτιο μέχρι Μάιο. Βρήκα πουθενά? Όχι. Και με κοιτούσαν και περίεργα κιόλας. Οπότε αν ξέρει κάποιος να που πει κοντα σε τί περιοχές φυτρώνουν, για να πάω να μαζέψω μόνη μου τίποτα άγρια, που λένε ότι είναι και τα πιο νόστιμα.

Γενικά είμαι λίγο μπερδεμένη με την κρίση για τον εξής λόγο: όσοι τονίζουν τα κάποια θετικά λένε ότι επιτέλους θα μάθουμε να κόβουμε τα περιττά και θα γυρίσουμε στα ουσιώδη, στα οικεία, στα απλά. Δεν μπορώ να είμαι αισιόδοξη γι' αυτό για δύο λόγους: 1. πρακτικά αυτό έκανα και εγώ και πολλοί άλλοι εδώ και χρόνια που τρώγαμε από τα δικά μας κρεμμυδάκια, ντομάτες, πατάτες, κτλ. κτλ., (που καίγαμε την θέρμανση ήδη στο χαμηλό, που είχαμε μικρά, μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, που το ένα, που το άλλο), οπότε τώρα τί πρέπει να κάνουμε? και 2. με τον τίτλο του "περιττού" όπως φαίνεται από το αρχικό παράδειγμα του σούσι καταλαβαίνει κανείς ότι ο μέσος Έλληνας δεν μπορεί να εκτιμήσει κάτι ωραίο παρά μόνο αν είναι ακριβό, ξόδεψε λοιπόν τόσα χρόνια πολλά λεφτά και όμως δεν εκπαιδεύτηκε ούτε στο ελάχιστο σε κάποια γνώση, σε κάποια εκτίμηση, σε κάποιον κοσμοπολιτισμό, σε λίγο πιο ανοιχτό μυαλό ρε παιδί μου, σε οτιδήποτε του έδωσαν πρόσβαση τα χρήματα και μια κάποια ευμάρεια, πως πάει το μάτι του Ιταλού κατευθείαν στο φτιαγμένο-με-μεράκι, πως πάει το μάτι του Δανού κατευθείαν στο υπέροχα-απλό-σχεδιασμένο, ε για εμάς δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα διαφορετικό από το πως πάει το μάτι στη γκλαμουριά και το φανταζί. Και τώρα πρέπει να γυρίσουμε πίσω να ξαναμάθουμε τα δικά μας, μέσα από αυτή τη διαδικασία να ξαναβρούμε την αίσθηση του ωραίου, να εκπαιδευτούμε στο να ζυγιάζουμε πράγματα, να κατανοήσουμε τις ανάγκες μας και να εκτιμήσουμε τη δημιουργία, μπας και κάποια στιγμή αφού κάνουμε όοοοοολα αυτά, καταφέρουμε και βγάλουμε και λίγο εξωστρέφεια, σαν πολιτισμός αλλά και σαν "παράγουμε κάτι επιτέλους" και συντονιστούμε με τον υπόλοιπο κόσμο? SPARE ME!

20100412

my gloom is larger and runs deeper


..

Η Ελληνική αστική ατμόσφαιρα παλαιότερων δεκαετιών, όπου στο λεωφορείο οι άντρες σηκωνόταν για να κάτσουν όσες γυναίκες ήταν όρθιες και δεν μπορείς παρά να χασκογελάσεις λίγο αυτάρεσκα παρόλη την καταπίεση του φύλου μου, κατάφωρα, καθημερινά, μια ζωή, σε χίλια δυό επίπεδα. Η Ελληνική ατμόσφαιρα μιας γειτονιάς άλλων δεκαετιών, όπου οι γυναίκες φουκαλίζουν τον οντά και ρίχνουν νερά στις αυλές τους και κυλάει αυτό στα σκαλάκια και καλημερίζονται και πίνουν καφέδες και το μεσημέρι βγαίνει διαφορετική μυρωδιά από κάθε σπίτι και τα μυστικά είναι καλά κρυμμένα στον όποιον παρατηρητή. Το ελληνικό μπακάλικο πολλά χρόνια πριν, με ντόπια προιόντα αραδιασμένα στα ράφια, περιποιημένα, καθαρά, με φροντίδα, μια απίστευτη ποικιλία και αφθονία χρωμάτων ακόμη και μπροστά στα δικά μου μάτια που δεν μεγάλωσα μέσα στην φτώχεια και την πείνα. Το παλιό ζαχαροπλαστείο, όπου ακόμη και οι καραμέλες είναι στοιβαγμένες μία μία με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν ωραία σχήματα και έρχονται και σε κερνάνε και ένα λουκουμάκι. Τα θρυλικά πάθη αποτυπωμένα σε ονόματα οδών όπως "η καρδιά που δακρύζει από πόνο". Τα κάποτε απενεχοποιημένα αλλά επίσης δύσκολα πάθη που αποτυπώνονται σε οδούς με ονόματα όπως "το σοκάκι των εθισμένων". Η ευλάβεια των πιστών, η προνομιούχος θέση του ιερέα, η πανταχού παρών ύπαρξη της θρησκείας. Η εθνική περηφάνεια. Ένα μικρό κομμάτι της Τουρκίας του σήμερα.

Και τώρα το μεγάλο κομμάτι. Μια απίστευτα καθαρή Πόλη, όχι μόνο στο κέντρο αλλά και στις περιφέρειες της, ρέματα που δεν είναι μπαζωμένα και βρώμικα, αλλά καθαρά και περιποιημένα, επαγγελματίες στον τουρισμό παντού, επαγγελματίες με τόσο ευχάριστο και όχι γραφικό τρόπο που θα τους έλεγες γνήσια φιλόξενους και εγώ πάντως το είπα. Άψογες συγκοινωνίες με λεωφορείο, λεωφορειάκι, τραμ, τελεφερίκ, καραβάκι, κτλ κτλ για να εξυπρετήσουν 12 εκατ. ανθρώπων απλωμένων σε μια τοπογραφία λόφων και θάλασσας που μαγεύει με τη θέα της. Απουσία καρικατούρας. Δηλαδή έψαχνα και δεν βρήκα ένα μαγαζάκι να πουλάει το 'προφανές' -αρκουδάκι κάποιου είδους που να γράφει επάνω "Turkey", συναφή μπρελόκ, κτλ. Απουσία αγένειας. Ανάσα. Δεν άκουσα κανέναν να ουρλιάζει στο κινητό του, δεν με έσπρωξε κανένας στον δρόμο, δεν μου έκλεισε κανένας την πόρτα στα μούτρα. Πανεπιστήμια κρατικά και ιδιωτικά σε όμορφες τοποθεσίες, καθαρά και φιλόξενα, Παρασκευή απόγευμα και οι καταπληκτικές τους βιβλιοθήκες να είναι γεμάτες. Γυναίκες με καλυμμένα μαλλιά, γυναίκες με φουξ μαλλιά, γυναίκες με μαλλιά κομμωτηρίου και απουσία γυναικών με οξυζεναρισμένα μαλλιά. Γυναίκες με μακριές κελεμπίες, γυναίκες με ταγέρ, γυναίκες με τζην, γυναίκες πανκιά, γυναίκες με μίνι, γυναίκες με στυλάκια που ζήλεψα. Πάρκα. Που η έκταση τους είναι σχεδόν ίση με την πόλη που ζω. Διάσπαρτα παντού. Όχι ανάμεσα από πολυκατοικίες αλλά ανάμεσα από όμορφα σπίτια, θαυμάσια αρχοντικά και ταπεινά διώροφα με κήπους. Πεζοδρόμια. Όχι σπασμένα.

Η Ίστανμπουλ Μόντερν γεμάτη από έργα νέων καλλιτεχνών που γεννήθηκαν την ίδια χρονιά με μένα. Και πολλές γυναίκες ανάμεσα τους. Σε σημείο που αναρωτιόμουν μπας και το έκαναν επίτηδες τα 2 στα 3 έργα να είναι έργα γυναικών, μπορεί να μην ήταν τόσα αλλά τόσα μου φάνηκαν όπως κοιτούσα τα ονόματα με έκπληξη. Δεν θέλω να φύγω, σκεφτόμουν καθώς λιαζόμουν ένα πρωί έξω από ένα πρώην βιομηχανικό κτίριο και ρουφούσα ένα μείγμα λεμονάδας, lime, δυόσμου και δεν ξέρω γω και τί άλλο που μπροστά στο χυμό της Αμίτα που σου προσφέρεται να ρουφήξεις εδώ μου φαινόταν η απόλυτη χλίδα. Περιέργως εκείνη τη στιγμή σκεφτόμουν τους Cinematic Orchestra. Ακόμη πιο περιέργως εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα τραγούδι τους να παίζει, είχαν και συναυλία σύντομα σε εκείνον τον χώρο. Περιέργως με έπιασε μια θλίψη, η θλίψη που με πιάνει όταν συνειδητοποιώ ότι εδώ που είμαι ποτέ δεν αντιστοιχεί αυτό που έχω στο μυαλό μου με το τί γίνεται εκεί έξω, και εκείνη την στιγμή μπορεί να ήταν μια αφορμή το τραγούδι αλλά θυμήθηκα με πίκρα ότι σε κανονικές συνθήκες, η αντιστοιχία του τί γίνεται στο μυαλό μου και το έξω, υπάρχει.

Συνήθως στα ταξιδιωτικά ποστ που έγραφα είχα ρε παιδί μου κάτι να πω έτσι πιο διαφορετικό, πιο φευγάτο, έπαιζα στο γήπεδο μου ένα πράμα. Στην Κωσταντινούπολη ένοιωσα σα να έφυγα από το χωριό μου για πρώτη φορά και να με πήγαν στην μεγάλη πόλη. Σα να βγήκα πρώτη φορά εξωτερικό. Σα να είδα πρώτη φορά αυτονόητα πράγματα και την αισιοδοξία μιας χώρας που πάει καλά. Περίμενα τα κλισέ. Ότι θα με μαγέψει το παλιό και ότι όποια σύγχρονη ανάπτυξη θα είναι τόσο έντονη και βίαιη που θα με ξενερώσει. Τίποτα από αυτά. Το χθες που ζεί και σήμερα, το σήμερα που φαίνεται να τους βγαίνει φυσιολογικά. Ούτε μία, ούτε δύο ταχύτητες. Πολλές ταχύτητες, νωχελικές και γρήγορες, και προς όλες τις μεριές. Ζήλεψα.

Είμαι έξω από το σταθμό των τρένων, σε 10' φεύγουμε για Θεσ/νίκη, οι άλλοι είναι μέσα αλλά λέω ας κάνω ένα τσιγάρο. Ο χρόνος που χρειάζεται για να γυρίσεις το κεφάλι στη γωνιά για να ανάψεις το τσιγάρο, ένα δυνατό μπαμ, να γυρίζω έκπληκτη και να βλέπω στα λίγα μέτρα ένα αυτοκίνητο να φλέγεται και να συνειδητοποιώ ότι δεν πρέπει να τρέξω προς τα εκεί για να δω τί έγινε αλλά να τρέξω μαζί με τόσους άλλους όσο πιο μακριά γίνεται γιατί μπορεί να γίνει κι άλλη έκρηξη. Και τρέχω μέσα στο σταθμό, χαιρετώ καινούριους και παλιούς φίλους, σύντομο briefing για το state of terrorism σήμερα στην Τουρκία, μπαίνω στο τρένο με τους υπόλοιπους και αναχωρούμε. Μα πιο ταιριαστή αποχώρηση από την Πόλη και με προορισμό την Ελλάδα δεν θα μπορούσα να φανταστώ.