views aren' t the same without you
.
Η Σ. προερχόταν από αυτό που αποκαλείται πολλές φορές προνομιούχος τάξη και σίγουρα είχε πολλά προνόμια, αν και το μόνο που μου έχει μείνει στο μυαλό από όλα αυτά που μου έχει πει για τη ζωή της, είναι ότι για γυμνάσιο-λύκειο πήγαινε σε ένα που βρισκόταν στο φιφθ άβενιου και στα διαλείμματα τους έστελναν στο Μετροπόλιταν με κάτι καρτελίτσες για να φάνε εκεί, ω ναι, η καντίνα του σχολείου δηλαδή ήταν το Μετ. Να πω την αλήθεια, όταν την γνώρισα, στην αρχή την φοβόμουνα. Ήταν ψηλή, είχε μακριά, πολύ μακριά μαλλιά με μωβ και πράσινες τούφες, πολλά σκουλαρίκια και την όλη φάση γκόθ δεν την είχε ξεπεράσει ακόμα, αλλά δεν ήταν αυτό που με φόβιζε τόσο, όσο η τάση που είχε να δίνει αγκαλιές, -hugs καλέ-, εδώ κι εκεί και σε μένα που δεν με ήξερε αλλά με συμπάθησε αλλά ewww δεν μπορώ να με αγκαλιάζουν άγνωστα άτομα, δεν είναι υγιές ένα πράμα, από την άποψη του 'σαικαλάρεσυ?'. Μετά μου είπε ότι έπαιρνε πολλά αντικαταθλιπτικά και κατάλαβα ότι δεν ήταν καλά. Άλλα προβλήματα αυτά, αλλά τουλάχιστον την είχα συνηθίσει μετά από καιρό και δεν με πείραζε που έπαιρνε φόρα για να τρέξει και να με αγκαλιάσει και μια φορά με προσκάλεσε και σπίτι της, ένα διαμέρισμα ήταν? όροφος ήταν? σε έναν ουρανοξύστη στο φιφθ άβενιου και πάλι, και μου λέει έλα θα περάσουμε κουλ, καθόμαστε με τα άλλα παιδιά έξω από το μετ, και οι άλλοι είναι ακόμη πιο φρικιά από μένα και φωνάζουμε στους τουρίστες 'go home' και αυτοί φοβούνται, έχει πολλή πλάκα.
Οδηγούμε με την μαμά της Α. και περνάμε έξω από την πόλη, το skyline φανταστικό, παίρνω το τρένο και καθώς πλησιάζω το πρώτο ψηλό κτίριο, αυτό το γυαλιστερό, μιας γνωστής τράπεζας, glittery δεν θα το έλεγα, sleek ναι, αλλά τι να το κάνεις, κάθεσαι μέσα και βλέπεις το τοπίο γύρω που είναι προαστιακές σιδηροδρομικές γραμμές, μουντά ετοιμόρροπα κτίρια εδώ κι εκεί, κάτι άδεια τεράστια οικόπεδα γεμάτα παλιοσίδερα και παλιόχορτα και στο βάθος, ω ναι στο βάθος κοιτάζω και τρίβω τα μάτια μου, κάτι τεράστια housing blocks, που θα τα ζήλευε οποιοσδήποτε σοβιετικός σε άλλες εποχές αλλά πιά είναι η ίδια η αθλιότητα προσωποποιημένη και οκ δεν είμαστε στην ανατολική ευρώπη καν. Ούτε εξέκιουτιβ δεν θα ήθελα να είμαι σε εκείνον τον sleek γυάλινο πύργο (ή γενικότερα), δηλαδή ούτε στον τέρμα πάνω όροφο δεν θα άντεχα και απορώ πως αντέχουν. Και γύρω μια ερημιά που σου πιάνεται η ψυχή. Ξέρεις, δρόμοι, πεζοί, κίνηση, κίνηση γενικότερα, μαγαζιά, κόσμος κτλ δεν παίζει, μόνο ένα σύμπλεγμα από highways που κάποιες ώρες έχει congestion, κάποιες δεν έχει. Και όλα αυτά στα 10-15 λεπτά από το κέντρο. Κοίτα, μου λέει η Α., μη νομίζεις, έχει πολλά πράγματα εδώ, το ξέρεις άλλωστε, κουλτούρα, διαφορετικοί τρόποι ζωής και τέτοια, αλλά κάθε πόλη έχει μια βάση που την χαρακτηρίζει και είναι το πρώτο πράγμα που προσέχεις. Το Παρίσι, ας πούμε, μπορεί για κάποιον που μένει εκεί να είναι αγχωτικό, βαρετό, οτιδήποτε, αλλα κοιτάς γύρω σου και τα κτίρια, οι δρόμοι, οι κήποι, τα φώτα, όλα, παραπέμπουν σε κάτι ρομαντικό. Η Ρώμη στην ιστορία, η Στοκχόλμη στο νερό, ε έτσι και η Νέα Υόρκη, μπορεί να έχει ρομαντισμό, και ιστορία, και νερό, και όλα αυτά, αλλά παραπέμπει στο χρήμα, αυτό φωνάζει ιστορικά και αρχιτεκτονικά η πόλη, δίψα για χρήμα.
Περπατάμε με έναν φίλο και έρχεται ένας και τον αγκαλιάζει, ρε αρρώστια και αυτή, the hug disease, και ο φίλος απορεί, του εξηγεί ο άλλος ότι τελικά λάθος έκανε, νόμιζε ότι ήταν στην ίδια φυλακή παλιά, εγώ έχω σκάσει στα γέλια. Η μαμά την μίσησε την πόλη, το φαγητό της φαινόταν άθλιο και πολύ κακής ποιότητας, τι να σου κάνει που έχουν prosciutto από την Ιταλία και φύκια από την Ιαπωνία, όταν δεν έχουν μια ντομάτα της προκοπής και τις ομελέτες τις κάνουν με έτοιμα χτυπημένα αυγά που ρίχνεις κατευθείαν στο τηγάνι από το χάρτινο κουτί που μοιάζει με κουτί χυμού. Και όταν πιάνει καταιγίδα, και ο αέρας λυσσομανάει και γίνεται ακόμα πιο δυνατός μέσα στις τεράστιες στενούρες που δημιουργούν οι σειρές ουρανοξυστών και ξαφνικά όλα φαίνονται ακόμη πιο βρώμικα, οι τεράστιοι αρουραίοι στο μετρό, το τηγανητό λίπος παντού, όλα αυτά που δεν ξεπλένονται από την καταιγίδα, αλλά όταν κοπάσει, νομίζεις ότι ζέχνουν, και είναι χειρότερα. Μα καλά, ρωτάει η μαμά, φοράνε αθλητικά παπούτσια με κοστούμι? Και πίνουν τον καφέ σε πλαστικό στο δρόμο περπατοτρέχοντας? Φρίκαρε. Ναι, της λέω, και θυμήθηκα την Μ. που ήθελε να πάμε στο Central Park όχι για να αράξουμε αλλά για να κάνουμε τζόγκινγκ -'σαικαλάρεσυ?-, αλλά και την αδερφή της Π. που την γύριζε σπίτι από τη δουλειά το μισθωμένο βανάκι της εταίρειας, και μπορεί να είχε ουάου δουλειά και διαμερισματάρα στο Village, αλλά όταν γυρνούσε κατέβαινε στο υπόγειο που είχαν πλήρως εξοπλισμένο γυμναστήριο και χτυπιόταν στον διάδρομο γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να ηρεμήσει να πάει να κοιμηθεί.
Συνεννοούμαστε με την J. να βρεθούμε, μου λέει στην τάδε γωνία δρόμου -λεωφόρου, στα Starbucks. Καθυστερώ, παίρνω ταξί, με ρωτάει ο οδηγός χαμογελαστός και ευγενικά τη θρησκεία μου, εκπλήσσομαι με τον εαυτό μου που του απαντώ 'χριστιανή ορθόδοξη', αυτός μαυρούλης είναι αλλά μου λέει κοίτα τι σύμπτωση, και εμείς στην οικογένεια μου χ.ο. είμαστε, 'χριστέ και παναγία΄θα μπορούσε να πει κανείς, 'kool' του λέω, ενθουσιασμένος αυτός. Μου λέει για τον γιο του, στην ηλικία μου θα πρέπει να είναι, είναι πολύ καλό παιδί, ευγενικό, έχει καλή δουλειά και δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν κάνει ναρκωτικά (με αυτή τη σειρά τα λέει κιόλας). Φτάνουμε στον προορισμό μου, μου λέει δεν θέλω λεφτά και μου δίνει ένα χαρτάκι με το τηλέφωνο του γιου του επάνω και μου λέει να του υποσχεθώ ότι θα του τηλεφωνήσω να γνωριστούμε. Σας παρακαλώ, πάρτε τα λεφτά, δεν θα τηλεφωνήσω, δεν δέχεται με τίποτα, πίσω κορνάρουν, για κάποιο περίεργο λόγο νοιώθω ότι θέλω να βάλω τα κλάμματα, παίρνω το χαρτάκι, του εύχομαι ο θεός να τον έχει καλά αυτόν και την οικογένεια του, και το εύχομαι απολογητικά και γρήγορα γιατί να τα δάκρυα, να και τα κορναρίσματα, να και ο θεός σας, κλείνω την πόρτα και έκπληκτη βλέπω ότι σε ένα μόνο σταυροδρόμι έχει 3 starbucks και σκέφτομαι ότι δεν είναι δυνατόν, δεν πάνε καλά εδώ, καθόλου καλά, θα ουρλιάξω τώρα. Με βρίσκει η J. που είναι μια πανήψυλη Χαβανέζα με τελείως χαλαρωτική διάθεση και που πιστεύει ότι η θεία της που έφυγε από τη Χαβάη για να έρθει να μείνει εδώ είναι λίγο κούκου, και πάμε για παγωτό στο δρόμο, να μας καίει ο ήλιος και να συνέλθουμε λίγο.
Το Twilo δεν υπάρχει πια. Εντάξει και οι δίδυμοι δεν υπάρχουν ως έχει γνωστόν, λίγο κάπως σου χτυπάει στο μάτι, αλλά το Twillo δεν υπάρχει. Δεν έχω ιδέα που πας για clubbing, δεν έχω ιδέα που είναι τα καλά gigs, μπορεί να μην υπάρχουν πια, μπορεί να ισχύει αυτό που λέει ο αγαπητός AA Gill, ότι σε λίγα μόνο χρόνια, οι Νεουορκέζοι πήγαν από τα κουλ υπόγεια που άκουγαν καινούριες μπάντες στα γυμναστήρια να ακούνε με iPod. Εστιατόρια υπάρχουν, γενικά έχει πράγματα, αλλά το vibe δεν υπάρχει πια. Κάθομαι κουρασμένη και περιμένω τους άλλους που χαζεύουν μια βιτρίνα στην Times Sq. Μια βιτρίνα σαν όλες τις άλλες με χίλια-δυό τζίτζιλα-μίτζιλα, από yo-yo μέχρι φωτογραφικές μηχανές. Ένας φίλος που του αρέσει η μουσική μου λέει ότι δεν πειράζει την Νέα Υόρκη την έχει συνδυάσει στο μυαλό του με τους Sonic Youth, όταν θα πάει νομίζω ότι νομίζει ότι θα ανατριχιάσει και μόνο με την ιδέα ότι έπαιζαν εκεί. Τζάμπα θα πάει δηλαδή. Α. Και συνεχίζουν μετά από τόσα χρόνια στο ίδιο μοτίβο του χτίστε-κάτι-κουλ σε μια-άθλια-γειτονιά, μια ήταν τα lofts στο SoHo, τώρα το Νew Museum, και πάει λέγοντας, οι άνθρωποι κάνουν τις πόλεις, στη Νέα Υόρκη το χρήμα και μόνο. I do not miss nyc, νομίζω.
Πετούσα μόνη στην επιστροφή και στο αεροδρόμιο έπιασα κουβέντα με μια πολύ καλή κυρία, μπορεί να ήταν και 90 χρονών. Μου διηγήθηκε όλη την ιστορία της, ότι παντρεύτηκε έναν από εδώ όταν αυτή ήταν 16-17 χρονών, στην Ευρώπη τον γνώρισε, ήταν στον στρατό αυτός, στο ναυτικό, δεν θυμάμαι, κεραυνοβόλος έρωτας, δύσκολα χρόνια, και έφτασε στον Νέο Κόσμο χωρίς να το πολυσκεφτεί και τόσα χρόνια έμειναν εδώ. Και τώρα μόνη σας, πάτε πίσω για διακοπές? Όχι μου λέει, μόνιμα, ο άντρας μου έχει πεθάνει. Και για να λέμε την αλήθεια, συμπληρώνει, στην Ιρλανδία είναι πολύ πιο ωραία από εδώ. Μου χαμογέλασε, με χαιρέτησε, καλή τύχη, επίσης, κτλ. Εγώ, - ω εγώ- είμαι ρομαντική που έμεινα να σκέφτομαι πόσο θα τον αγάπησε για να μείνει τόσα χρόνια μακριά από την Ιρλανδία? (Μη με ξενερώσει τώρα κανείς και μου πει ότι απλώς δεν είχαν να φάνε τότε στην Ιρλανδία)
Οδηγούμε με την μαμά της Α. και περνάμε έξω από την πόλη, το skyline φανταστικό, παίρνω το τρένο και καθώς πλησιάζω το πρώτο ψηλό κτίριο, αυτό το γυαλιστερό, μιας γνωστής τράπεζας, glittery δεν θα το έλεγα, sleek ναι, αλλά τι να το κάνεις, κάθεσαι μέσα και βλέπεις το τοπίο γύρω που είναι προαστιακές σιδηροδρομικές γραμμές, μουντά ετοιμόρροπα κτίρια εδώ κι εκεί, κάτι άδεια τεράστια οικόπεδα γεμάτα παλιοσίδερα και παλιόχορτα και στο βάθος, ω ναι στο βάθος κοιτάζω και τρίβω τα μάτια μου, κάτι τεράστια housing blocks, που θα τα ζήλευε οποιοσδήποτε σοβιετικός σε άλλες εποχές αλλά πιά είναι η ίδια η αθλιότητα προσωποποιημένη και οκ δεν είμαστε στην ανατολική ευρώπη καν. Ούτε εξέκιουτιβ δεν θα ήθελα να είμαι σε εκείνον τον sleek γυάλινο πύργο (ή γενικότερα), δηλαδή ούτε στον τέρμα πάνω όροφο δεν θα άντεχα και απορώ πως αντέχουν. Και γύρω μια ερημιά που σου πιάνεται η ψυχή. Ξέρεις, δρόμοι, πεζοί, κίνηση, κίνηση γενικότερα, μαγαζιά, κόσμος κτλ δεν παίζει, μόνο ένα σύμπλεγμα από highways που κάποιες ώρες έχει congestion, κάποιες δεν έχει. Και όλα αυτά στα 10-15 λεπτά από το κέντρο. Κοίτα, μου λέει η Α., μη νομίζεις, έχει πολλά πράγματα εδώ, το ξέρεις άλλωστε, κουλτούρα, διαφορετικοί τρόποι ζωής και τέτοια, αλλά κάθε πόλη έχει μια βάση που την χαρακτηρίζει και είναι το πρώτο πράγμα που προσέχεις. Το Παρίσι, ας πούμε, μπορεί για κάποιον που μένει εκεί να είναι αγχωτικό, βαρετό, οτιδήποτε, αλλα κοιτάς γύρω σου και τα κτίρια, οι δρόμοι, οι κήποι, τα φώτα, όλα, παραπέμπουν σε κάτι ρομαντικό. Η Ρώμη στην ιστορία, η Στοκχόλμη στο νερό, ε έτσι και η Νέα Υόρκη, μπορεί να έχει ρομαντισμό, και ιστορία, και νερό, και όλα αυτά, αλλά παραπέμπει στο χρήμα, αυτό φωνάζει ιστορικά και αρχιτεκτονικά η πόλη, δίψα για χρήμα.
Περπατάμε με έναν φίλο και έρχεται ένας και τον αγκαλιάζει, ρε αρρώστια και αυτή, the hug disease, και ο φίλος απορεί, του εξηγεί ο άλλος ότι τελικά λάθος έκανε, νόμιζε ότι ήταν στην ίδια φυλακή παλιά, εγώ έχω σκάσει στα γέλια. Η μαμά την μίσησε την πόλη, το φαγητό της φαινόταν άθλιο και πολύ κακής ποιότητας, τι να σου κάνει που έχουν prosciutto από την Ιταλία και φύκια από την Ιαπωνία, όταν δεν έχουν μια ντομάτα της προκοπής και τις ομελέτες τις κάνουν με έτοιμα χτυπημένα αυγά που ρίχνεις κατευθείαν στο τηγάνι από το χάρτινο κουτί που μοιάζει με κουτί χυμού. Και όταν πιάνει καταιγίδα, και ο αέρας λυσσομανάει και γίνεται ακόμα πιο δυνατός μέσα στις τεράστιες στενούρες που δημιουργούν οι σειρές ουρανοξυστών και ξαφνικά όλα φαίνονται ακόμη πιο βρώμικα, οι τεράστιοι αρουραίοι στο μετρό, το τηγανητό λίπος παντού, όλα αυτά που δεν ξεπλένονται από την καταιγίδα, αλλά όταν κοπάσει, νομίζεις ότι ζέχνουν, και είναι χειρότερα. Μα καλά, ρωτάει η μαμά, φοράνε αθλητικά παπούτσια με κοστούμι? Και πίνουν τον καφέ σε πλαστικό στο δρόμο περπατοτρέχοντας? Φρίκαρε. Ναι, της λέω, και θυμήθηκα την Μ. που ήθελε να πάμε στο Central Park όχι για να αράξουμε αλλά για να κάνουμε τζόγκινγκ -'σαικαλάρεσυ?-, αλλά και την αδερφή της Π. που την γύριζε σπίτι από τη δουλειά το μισθωμένο βανάκι της εταίρειας, και μπορεί να είχε ουάου δουλειά και διαμερισματάρα στο Village, αλλά όταν γυρνούσε κατέβαινε στο υπόγειο που είχαν πλήρως εξοπλισμένο γυμναστήριο και χτυπιόταν στον διάδρομο γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να ηρεμήσει να πάει να κοιμηθεί.
Συνεννοούμαστε με την J. να βρεθούμε, μου λέει στην τάδε γωνία δρόμου -λεωφόρου, στα Starbucks. Καθυστερώ, παίρνω ταξί, με ρωτάει ο οδηγός χαμογελαστός και ευγενικά τη θρησκεία μου, εκπλήσσομαι με τον εαυτό μου που του απαντώ 'χριστιανή ορθόδοξη', αυτός μαυρούλης είναι αλλά μου λέει κοίτα τι σύμπτωση, και εμείς στην οικογένεια μου χ.ο. είμαστε, 'χριστέ και παναγία΄θα μπορούσε να πει κανείς, 'kool' του λέω, ενθουσιασμένος αυτός. Μου λέει για τον γιο του, στην ηλικία μου θα πρέπει να είναι, είναι πολύ καλό παιδί, ευγενικό, έχει καλή δουλειά και δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν κάνει ναρκωτικά (με αυτή τη σειρά τα λέει κιόλας). Φτάνουμε στον προορισμό μου, μου λέει δεν θέλω λεφτά και μου δίνει ένα χαρτάκι με το τηλέφωνο του γιου του επάνω και μου λέει να του υποσχεθώ ότι θα του τηλεφωνήσω να γνωριστούμε. Σας παρακαλώ, πάρτε τα λεφτά, δεν θα τηλεφωνήσω, δεν δέχεται με τίποτα, πίσω κορνάρουν, για κάποιο περίεργο λόγο νοιώθω ότι θέλω να βάλω τα κλάμματα, παίρνω το χαρτάκι, του εύχομαι ο θεός να τον έχει καλά αυτόν και την οικογένεια του, και το εύχομαι απολογητικά και γρήγορα γιατί να τα δάκρυα, να και τα κορναρίσματα, να και ο θεός σας, κλείνω την πόρτα και έκπληκτη βλέπω ότι σε ένα μόνο σταυροδρόμι έχει 3 starbucks και σκέφτομαι ότι δεν είναι δυνατόν, δεν πάνε καλά εδώ, καθόλου καλά, θα ουρλιάξω τώρα. Με βρίσκει η J. που είναι μια πανήψυλη Χαβανέζα με τελείως χαλαρωτική διάθεση και που πιστεύει ότι η θεία της που έφυγε από τη Χαβάη για να έρθει να μείνει εδώ είναι λίγο κούκου, και πάμε για παγωτό στο δρόμο, να μας καίει ο ήλιος και να συνέλθουμε λίγο.
Το Twilo δεν υπάρχει πια. Εντάξει και οι δίδυμοι δεν υπάρχουν ως έχει γνωστόν, λίγο κάπως σου χτυπάει στο μάτι, αλλά το Twillo δεν υπάρχει. Δεν έχω ιδέα που πας για clubbing, δεν έχω ιδέα που είναι τα καλά gigs, μπορεί να μην υπάρχουν πια, μπορεί να ισχύει αυτό που λέει ο αγαπητός AA Gill, ότι σε λίγα μόνο χρόνια, οι Νεουορκέζοι πήγαν από τα κουλ υπόγεια που άκουγαν καινούριες μπάντες στα γυμναστήρια να ακούνε με iPod. Εστιατόρια υπάρχουν, γενικά έχει πράγματα, αλλά το vibe δεν υπάρχει πια. Κάθομαι κουρασμένη και περιμένω τους άλλους που χαζεύουν μια βιτρίνα στην Times Sq. Μια βιτρίνα σαν όλες τις άλλες με χίλια-δυό τζίτζιλα-μίτζιλα, από yo-yo μέχρι φωτογραφικές μηχανές. Ένας φίλος που του αρέσει η μουσική μου λέει ότι δεν πειράζει την Νέα Υόρκη την έχει συνδυάσει στο μυαλό του με τους Sonic Youth, όταν θα πάει νομίζω ότι νομίζει ότι θα ανατριχιάσει και μόνο με την ιδέα ότι έπαιζαν εκεί. Τζάμπα θα πάει δηλαδή. Α. Και συνεχίζουν μετά από τόσα χρόνια στο ίδιο μοτίβο του χτίστε-κάτι-κουλ σε μια-άθλια-γειτονιά, μια ήταν τα lofts στο SoHo, τώρα το Νew Museum, και πάει λέγοντας, οι άνθρωποι κάνουν τις πόλεις, στη Νέα Υόρκη το χρήμα και μόνο. I do not miss nyc, νομίζω.
Πετούσα μόνη στην επιστροφή και στο αεροδρόμιο έπιασα κουβέντα με μια πολύ καλή κυρία, μπορεί να ήταν και 90 χρονών. Μου διηγήθηκε όλη την ιστορία της, ότι παντρεύτηκε έναν από εδώ όταν αυτή ήταν 16-17 χρονών, στην Ευρώπη τον γνώρισε, ήταν στον στρατό αυτός, στο ναυτικό, δεν θυμάμαι, κεραυνοβόλος έρωτας, δύσκολα χρόνια, και έφτασε στον Νέο Κόσμο χωρίς να το πολυσκεφτεί και τόσα χρόνια έμειναν εδώ. Και τώρα μόνη σας, πάτε πίσω για διακοπές? Όχι μου λέει, μόνιμα, ο άντρας μου έχει πεθάνει. Και για να λέμε την αλήθεια, συμπληρώνει, στην Ιρλανδία είναι πολύ πιο ωραία από εδώ. Μου χαμογέλασε, με χαιρέτησε, καλή τύχη, επίσης, κτλ. Εγώ, - ω εγώ- είμαι ρομαντική που έμεινα να σκέφτομαι πόσο θα τον αγάπησε για να μείνει τόσα χρόνια μακριά από την Ιρλανδία? (Μη με ξενερώσει τώρα κανείς και μου πει ότι απλώς δεν είχαν να φάνε τότε στην Ιρλανδία)