20081117

drogate

photo by T. Chliapas

Μπαίνω και χαζεύω τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες του καθενός, ασπρόμαυρες οι περισσότερες, πολλοί λένε και μπράβο ο ένας στον άλλον που δεν κρύβονται πίσω από τα χρώματα και τολμούν το ασπρόμαυρο, ενώ εμένα μου φαίνεται ότι το ασπρόμαυρο είναι το εύκολο γιατί το χρώμα τόσο λίγο δα θέλει για να γίνει ‘θόρυβος΄ γλίτσα κολλημένη πάνω στη στιγμή –με πιάνεις? Ρε βγάλε έγχρωμη αν είσαι μάγκας. (Καλά μη δίνετε σημασία, δεν ξέρω από φωτογραφία σίγουρα). Βλέπω και τα σχόλια που κάνουν ο ένας στον άλλον, ‘πολύ μου αρέσει που πειραματίζεσαι με τα καδράρισμα εδώ’, ΄το μοντέλο είναι πολύ ωραία τοποθετημένο εκει’ και άλλα τέτοια, μια αργκό τεχνικής που μπορεί να είναι χρήσιμη για τον κάθε φωτογράφο, μπορεί να είναι και κατ’ επίφαση και να αποπροσανατολίζει, μπορεί να είναι και φερσίματα, όπως κάνουν στο χωριό μου. Δεν μπορώ όμως να μη χαμογελάσω. Ρε αυτοί είναι πωρωμένοι και μιλάμε τώρα για ερασιτέχνες οι περισσότεροι ε? Και η σελίδα είναι τίγκα στα members, φόρουμ, σχόλια, κακό. Αν με ρωτήσεις, θα σου πω ότι η μισή Κοζάνη αυτή τη στιγμή είναι με μια μηχανή στο χέρι και κάνει κλικ. Με τον τάδε ίσα-με–τουλάχιστον-έξι-μισθούς φακό φυσικά. Ή ένα κινητό.

Θεματολογία. Πορτραίτα γυναικών που φωνάζουν ‘είμαι γυναίκα, παραπέμπω στο μυστήριο και καλά’, να φοβούνται να γίνουν όντως τολμηρές, όντως προκλητικές, τουλάχιστον αληθινές και τι βλέμματα παγωμένα, τι άστοχες σκιές, και καθόλου drama, μόνο στήσιμο, στήσιμο, στήσιμο, η γυναίκα αντικείμενο, η γυναίκα που δεν γνωρίζετε, η ανασφάλεια του ίδιου του φωτογράφου που θέλει να αποτυπώσει το γυναικείο μυστήριο ντε και καλά σαν κάτι που γνωρίζει, σαν ‘αντρική υπόθεση’, ενώ δεν είναι, ποτέ δεν ήταν. Μηδέν εξερεύνηση, μηδέν κοιτάω στα ίσα. Domination ευτελές και ξεφτιλισμένο, η αυταπάτη του κάθε γκομενιάρη. Όχι όλες. Κάθομαι και χαζεύω μια τύπισσα στο ντουζ με σκυμμένο κεφάλι, πιάνει με το χέρι το κεφάλι της, στην ουσία αυτό το χέρι θα μπορούσε να χαλάσει το κάδρο (ε? ε?) αλλά αντίθετα γίνεται πιο ωμό, πιο κινηματογραφικό. Βασικά, και γαμώ τις γκόμενες σε δείχνει μια τέτοια φωτογράφηση και καθόλου, μα καθόλου στήσιμο, μηδέν στήσιμο, μιλάμε για επιτέλους μια φωτογραφία που δεν ήθελε τη γυναίκα στημένη. Μιλάμε για κάτι που δεν βρίσκεις εύκολα. Kαι μιλάμε πλέον για κάτι πέρα της φωτογραφίας.

Τοπία και φύση. Όπου αναρωτιέσαι τι μπορεί να ισχύει. Ή όντως το φθινόπωρο και ο χειμώνας προσφέρονται για φωτογράφηση γιατί είναι καλύτερο το φως ή τελικά όντως μένουμε σε μια πόλη πάνω στα βουνά που δίπλα έχει λίμνη και το χειμώνα είναι όμορφα, το καλοκαίρι άντε γεια. Μας αρέσει το κρύο, μας αρέσει η ομίχλη, μας αρέσει και η καθαρή ατμόσφαιρα του χειμώνα, ο πάγος, οι βόλτες μέσα στα χιόνια, ακόμα και όταν αυτό έχει κρυσταλλωθεί και τρίζει όταν περπατάς. Μας αρέσει η σκοτεινιά του δάσους, η υγρασία του, έχουμε μια άλλη σχέση με τη λίμνη που δεν θυμίζει με τίποτα τη θάλασσα, θάλασσα, γαλάζια θάλασσα, λίγο πολύ το ελληνικό εκτυφλωτικό φως δεν παίζει εδώ, άσε που εμένα δεν μ’ αρέσει κιόλας γιατί ακριβώς τυφλώνει. Ενώ το βόρειο, παγωμένο φως του χειμώνα, μμμμ, μούρλια.

Αστικά τοπία. Χέστε με. Σόρρυ κιόλας. Σα να βλέπω κάδρα (αμάν μου κόλλησε η λέξη) από παλιές ιταλικές ταινίες. Δε λέω, καλά ήταν αλλά χμμμμ, ξέρω ‘γω, φτάνει. Τις βλέπω και μου έρχεται η αποστροφή που ένοιωθα όταν ήμουν σχολείο και άνοιγα το βιβλίο της Ιστορίας να διαβάσω για τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Παλιούκαιρες αλλά όχι εκείνες οι cult, πιο ωραιοποιημένες, ή μάλλον πιο στυλιζαρισμένες, ακριβώς για να θυμίσουν εκείνες τις παλιές, ενώ στην ουσία χάνουν το νόημα όλο. Enough. Όχι enough, μπορεί να είναι καλές φωτογραφίες, αλλά όταν στο κεφάλι μου γίνεται έκρηξη και βλέπω την πόλη όλη σαν ένα τεράστιο ρέιβ πάρτυ -και δεν παίρνω ναρκωτικά κιόλας- ενώ εσείς την βλέπετε κάτι ανάμεσα σε (label) φτωχή, μίζερη Αλβανία και (label) κάτι από ρομαντική, βαλκάνια Θεσσαλονίκη, τότε υπάρχει διάσταση απόψεων που ίσως δεν είναι κακή, αλλά εμένα με πιάνει μια ανασφάλεια ότι μόνη μου τα βλέπω όλα αυτά, ότι μόνη μου είμαι γενικώς. Τί στο καλό, να πιάσω μια φωτογραφική μηχανή και εγώ, να σας πω πώς είναι? Κάθομαι πίνω μια γκίνες, χαζεύω τις φωτογραφίες στον τοίχο και ονειρεύομαι πότε θα παίξει ελέκτρο, δηλαδή όταν τέτοια έχουν φτάσει να είναι καμιά φορά τα όνειρα μου, δεν ζητάω πολλά, καταλαβαίνεις τι μπορεί να παίζει?

Ανεβαίνω από τα πίσω σκαλιά στο ξύλινο θεατράκι, μέσα στο πράσινο, ησυχία, πανοραμική θέα γύρω, θέατρο δεν πηγαίνω –σχεδόν το σιχαίνομαι, τα είπαμε αυτά- αλλά όταν είναι άδειο είναι τέλειο, ηρεμείς σ’ εκείνο το μέρος και σκέφτεσαι και πάλι πότε θα έρθει ο χειμώνας, ο κανονικός χειμώνας, να είναι όλα ακόμα πιο ήσυχα. Τέχνη ε? Είναι αυτός που έλεγα στο προηγούμενο ποστ, είναι μια κοπέλα που πιάνει χρώματα και γυαλίζει το μάτι της, είναι ένας άλλος που ντρεπόταν σχεδόν να μας δείξει τι ζωγραφίζει και όταν τα είδαμε πάθαμε πλάκα, ρε είναι πολλοί, και δεν μπορείς να τους βάλεις σε μια κατηγορία. Μπορεί να συμμετέχουν σε ομάδες, μπορεί όχι, μπορεί να είναι ανάμεικτοι με κλίκες, με ψωνάρες, μπορεί να ντρέπονται και να σου δείξουν την δουλειά τους, μπορεί να είναι ήσυχοι, ανυποψίαστοι φαινομενικά οικογενειάρχες, μπορεί να είναι φοιτητριούλες, μπορεί να πίνουν, μπορεί να είναι φλώροι, μπορεί και τα δύο, μπορεί να είναι οι μαλάκες εκείνοι που σου την πέφτουν online χωρίς ντροπή ρε, κάγκουροι μόνο όχι όχι δεν το δέχομαι, μόνο τέτοιοι δεν μπορεί να είναι. Δεν κατηγοριοποιούνται πάντως, και δεν πρέπει να φτάσουμε εκεί. Για πολλούς, δεν θα είχες ιδέα αν δεν σου είχαν δείξει τι κάνουν. Με τη δουλειά σου εκτίθεσαι όμως, μεγάλη αλήθεια. Πέρα από καδραρίσματα, τεχνική του βλέμματος, «στιγμές» κτλ φαίνεσαι εσύ.

Η φωτογραφία επάνω?

ΤΑ ΣΠΑΕΙ.

(Και είναι τραβηγμένη και στο θεατράκι.)

20081111

ντιπ για ντιπ / deep yeah deep

.


Σε λίγες μέρες θα έχω τελειώσει. Δεν κράτησε πολύ, μια βδομάδα τώρα, λίγες μέρες ακόμα, αλλά μου φαίνεται ατελείωτο. Είχα καιρό να το κάνω -με όρεξη, να ζοριστώ για κάτι τόσο -με όρεξη. Χαζομάρα? Ναι. Οργανωμένη? Ναι. Έκλεψα και για λίγο το καλό το λάπτοπ, το γέμισα μουσική, και παντού γύρω σημειώσεις, σημειωσούλες, βιβλία, βιβλία, βιβλία, ρε που τα βρήκα όλα αυτά. Σα ζόμπυ μέσα στη νύχτα, μετά τη δουλειά, ακόμη και στη δουλειά. Με βλέπουν να κουβαλάω βιβλία, σημειώσεις, να γράφω, να γράφω, και θα νομίζουν ότι είναι υπερβάλλων ζήλος. Χάρτες. Πολλοί χάρτες. Φέρτους και αυτούς. Φωτογραφίες, φωτογραφίες, ρε κοίτα να δεις και φωτογραφίες. Γράφω δυό αράδες και είναι τόσο ωραία διατυπωμένο αυτό που ήθελα να πω -και μάλιστα στα ελληνικά!- που χαμογελάω περήφανα. Γράφω δύο ακόμα και χαμογελώ γιατί ξέρω τα άτομα που θα το διαβάσουν μετά από μένα και τους ξέρω καλά. Ξέρω σε ποιό σημείο θα απορήσουν, σε ποιό θα σκεφτούν 'μα τι γράφει τώρα?'. Δεν ξέρω πότε θα πουν 'α, λοιπόν, έχω μια ιδέα'. Εκεί είναι που χαμογελάς περισσότερο και τους χαίρεσαι που α, έχουν μια ιδέα. Κολλάω. Κολλάω άσχημα για πολύ ώρα και είμαι με σκυμμένο το κεφάλι μπροστά στη οθόνη, σιγομουρμουρίζω το τραγούδι που ακούγεται. Πώς πας από εδώ λίγο πιο κάτω? Χτυπάει το τηλέφωνο, 'εξαφανίστηκες πάλι', 'άσε έμπλεξα, έλα από εδώ για καμιά μπίρα'.


Ρίχνω κλεφτές ματιές στον καινούριο πίνακα. Παιδικό πρόσωπο, μεγάλα μάτια, πεθαμενίτζιδικα χρώματα. Γουστάρω κι ας είναι μπανάλ. Όταν πήγα να πάρω χρώματα, ο κυριούλης με ρώτησε αν έχω ασχοληθεί με αγιογραφία. 'Dude, do I look like the type...', σκέφτηκα. Όχι, του είπα. Και η αλήθεια είναι ότι ναι, έτυχε να ασχοληθώ. Λάδι ξέχασα να αγοράσω. Sms στον Α. 'Ελαιόλαδο κάνει?' 'Μόνο έξτρα παρθένο', η απάντηση. Χαμογελώντας ανοίγω ένα δώρο που μου είχαν φέρει, σιτσιλιάνικο ελαιόλαδο και έτσι και μάλιστα βιολογικό. Έρχεται δεύτερο sms, 'Αλλά θα κάνει μήνες να σου στεγνώσει'. Τέλεια. Τηλέφωνο..."Πόσους μήνες? Ποιά η διαφορά με τα άλλα λάδια? Στεγνωτικό κάνει ή σκάει? Πως απλώνεται? Τί διαφορά έχει αυτό το άσπρο από το άλλο". Καμιά ώρα μετά, είχα κάνει μάθημα στην ελαιογραφία (?) και είχα αποφασίσει ότι καλά είναι να πας καμιά Καλών Τεχνών αν θες να ασχοληθείς σοβαρά, κι ας είναι ότι να 'ναι κι αυτές, ή τέλοσπαντων θες ρε παιδί μου να έχεις ένα χόμπυ και καλά, πάρε ακουαρέλες, ξύλινα μολύβια, καμιά πλαστελίνη στην τελική να τη ζουλάς και να χαίρεσαι. Είναι ο Α. σε ένα μαγαζί έξω και έρχεται ο ηλίθιος ο βλαμμένος ο κάγκουρας "Εσύ με τι ασχολείσαι?" "Ζωγράφος είμαι." "Και τι πάει να πει ρε συ ζωγράφος?", απαντάει ειρωνικά αυτός. "Τί να σου πω, πήγαινε ξανά νηπιαγωγείο να μάθεις τα επαγγέλματα από την αρχή." Κουνάει το κεφάλι ο κάγκουρας και λέει αυτό που από την αρχή ήθελε να πει.. "Δηλαδή τρως τα λεφτά του μπαμπά?" "Εσύ καλύτερα που τρως τα λεφτά της γκόμενας?". Και σε αυτές τις περιπτώσεις την κάνεις, ειδικά αν έχεις πει μια μεγάλη αλήθεια.


Ουφ.

Πώς ξανασυγκεντρώνεσαι σε αυτό που έχεις μπροστά σου? Ξαναχαζεύω το λαπτοπ. Κι αν είναι μάταιο, είναι. Γιατί όλα αυτά? Δεν θα βγεί τίποτα έτσι κι αλλιώς, αυτό το ξέραμε. Τηλέφωνο πάλι. 'Απλά, ξέρεις, έχω απογοητευτεί. Όχι, όχι γιατί δεν προχωράει. Αλλά να, νοιώθω σαν τον μαλάκα που κάνει -πάλι- όλη τη δουλειά.' 'Ήθελες όμως να το κάνεις. Για σένα.' Ε, αυτό για μια στιγμή το είχα ξεχάσει. Άσχετο. Όταν σας πήγα ως εκεί που σας άφησα, αλήθεια είπα. Για μένα το έκανα, δεν ήταν ευγένεια. Δεν παύει όμως να είναι και κρίμα που σας άφησα εκεί. Ακόμη περισσότερο, που όταν κάνω κάτι για μένα, θέλω καλή παρέα ή καθόλου παρέα. Μετά πήγα πιο πέρα. Προς την άλλη γέφυρα. Κάτω διαλυόταν το σύννεφο, επάνω φαινόταν υπέροχα, σας ζήλεψα. Και ήμουν όλη μέρα έξω. Όταν τελείωσα σουρούπωνε ήδη, ξανακατέβηκα στην όχθη από την άλλη μεριά, ένα φανταστικό τοπίο μπροστά μου. Και έτσι άρχισε η επόμενη βδομάδα που περιγράφω επάνω. Και δεν τελειώνει, δεν τελειώνει λέμε, ακόμη κρατάει.


Στο τέλος της,
χρωστάω μπίρες, και μπορεί να σας πω γιατί έπρεπε να πάω ως εκεί Κυριακή πρωί και να (ξανα)δώ από κοντά, αυτό που μια βδομάδα+ με έχει κρατήσει άυπνη, ενθουσιασμένη και με τα νεύρα σπασμένα. Αν και στην τελική, τίποτα δεν έχει σημασία. Αρκεί να το κάνεις. Και όπως το έκανες. Για σένα και μόνο.