σιβηρία
Στην έξοδο ενός αυτοκινητοδρόμου κάπου στη Μασσαχουσέτη βρίσκεται ένα diner, όχι αρκετά κιτς για να είναι καλτ, ούτε αρκετά βρώμικο για να είναι και πάλι καλτ. Σε καμία περίπτωση ευάερο, ευήλιο και διαμπερές. Απλά βαρετό. Μόνο εκεί μπορούσα να συγκεντρωθώ και να διαβάσω όταν είχαμε εξεταστική. Και μάλιστα μόνο τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Refill? ρωτούσε ξανά και ξανά η σερβιτόρα και της έγνεφα 'ναι' μέχρι τα ξημερώματα. Θα πω ψέματα αν έλεγα ότι μου άρεσε να παρατηρώ τον κόσμο εκεί, ότι ένοιωθα σα να είμαι σε κάποια αμερικάνικη ταινία. Αλλά και πάλι αν δεν γούσταρα σκηνικό τί στο διάολο έκανα εγώ εκεί πέρα από το να προσποιούμαι ότι τάχα μόνο εκεί συγκεντρώνομαι? Συγκέντρωση my ass, χρόνια μετά μπορώ να σας πω για όλες τις μορφές εκεί, κουρασμένα μάτια, μυρωδιά απλυσιάς, πλαστικά λουλουδάκια στο τραπέζι, το πάρκινγκ ν' αδειάζει και να γεμίζει και κανένας να μην μ' ενοχλεί γιατί τί στο διάολο κάνει ένα μικρό κοριτσάκι εκεί τέτοια ώρα αντί να ξεσαλώνει κάπου ή αντί να διαβάζει σπίτι της?
Τον καιρό εκείνο δεν έβλεπα καν ταινίες για να φαντασιωθώ ότι ζούσα τουλάχιστον μέσα σε κάποια ταινία. Με είχαν πάρει όταν ήμουν μικρή να δω στον κινηματογράφο το Days of Thunder και δε μαγεύτηκα ούτε από τη φρικιαστικά μεγάλη οθόνη μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, ούτε από μια ιστορία που δε μπορούσα να παρακολουθήσω επειδή ένοιωθα φριχτά εκεί μέσα. Και ακόμη πιο φριχτά ένοιωθα που μετά όλα τα παιδιά συζητούσαν για το πόσο ουάου ήταν αυτή η ταινία και εγώ δεν ήξερα αν πρέπει να προσποιηθώ ότι την είδα ή απλά να σωπάσω από ντροπή που μάλλον μ' έπιασε κλειστοφοβία. Και ενώ ξεπέρασα την κλειστοφοβία, μου έμεινε για χρόνια το κουσούρι ότι δεν πάω κινηματογράφο, ότι μάλλον δεν μου αρέσει, ότι στην τελική ρε παιδιά πάμε καμιά βόλτα, πού να κλειστούμε τώρα να δούμε ταινία, η πόλη είναι εκεί έξω και μας περιμένει, ταινία θα δούμε?
Ένα καλοκαίρι και πάλι πίσω στη Θεσσαλονίκη με τράβηξαν με το ζόρι ο Βαγγέλης και η Λίνα να δούμε το Dancer in the Dark. Χίλια δυό τους είπα για το ότι είναι καλύτερα να κάνουμε καμιά βόλτα παραλία, έχει ωραίο καιρό, όλοι είναι εξώ, εγώ βαριέμαι, δε θέλω, αφού ξέρετε ότι δε βλέπω ταινίες και με αγνόησαν και τους ακολούθησα γιατί απλώς μετά θα βγαίναμε έξω. Στην πόλη που ζέχνει και μας περιμένει. Το σοκαριστικό για μένα μετά την ταινία ήταν ότι οι άλλοι δύο είχαν όρεξη να βγουν έξω ενώ εγώ δε μιλιόμουν, είχα κατεβάσει τα μούτρα, με είχε πιάσει κατάθλιψη και περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου σκηνές από την ταινία και μπορεί και να ζαλιζόμουν και ήθελα να κάτσω σε ένα παγκάκι και να μη μιλάω. Και έτσι αποφάσισα ότι αν δεν μου άρεσε μία πριν ο κινηματογράφος, τώρα κατάλαβα ότι θα έπρεπε πάσει θυσία να τον αποφεύγω γιατί μου κάνει αυτό το πράγμα που στους άλλους δεν το έκανε.
Η Έλυ με τράβηξε να δω το Caro Diario σε ένα μάθημα που είχε για τον Ιταλικό σινεμά, η Αισέ να δω το Festen, από μόδα είδα Κουστουρίτσα. Μετά μόνο μπύρες ήθελα να πίνω και να μη μιλάω σε κανέναν. Κάποιος φίλος έκανε ταινία και μ' έβαλε να παίξω τη σύζυγο του. Στην πρώτη σκηνή ήμασταν αγαπημένο ζευγάρι, στη δεύτερη το χαμε χάσει λίγο, στην τρίτη έκαιγε το πουκάμισο του με τσιγάρο και εγώ έπρεπε να κάνω πως κάνω στριπτίζ και ήμουν τόσο ξυνισμένη που έκανε μια γρήγορη λήψη γυμνής πλάτης και τελειώσαμε. Τον δοκίμασα τον κινηματογράφο και σας λέω απέτυχε, δε μου κάνει, δεν μου αρέσει ένα πράμα. Και γυρνώντας Θεσσαλονίκη μου μιλούσαν φίλοι για ένα κουλτουριάρικο περιοδικό που έλεγε για κινηματογράφο και δεν έδινα δεκάρα τσακιστή γιατί με τί κάθεστε και ασχολείστε ρε παιδιά, η πόλη είναι εκεί έξω, ζέχνει και μας περιμένει.
Δευτέρα βράδυ προχθές και κοντά μεσάνυχτα καθόμασταν και τρώγαμε σε ένα μαγαζάκι στην Ιουστινιανού με τρία τραπέζια που μοιάζει με τυροπιτάδικο αλλά μαγείρευε η κυρία Ρουσλάνα, έτσι τη λέω γιατί ήταν ρωσίδα η κυρία με ξανθά μαλλιά που μικρή μάλλον τα έκανε κοτσίδες και παχουλή με κόκκινο πρόσωπο. Υπό νορμάλ συνθήκες θα έλεγα καμιά εξυπνάδα του τύπου 'κοίτα μας μαθαίνουν τα free press των χαμουτζίδων για τέτοια φαγάδικα' αλλά με είχε πιάσει εκείνη η σιωπή της κινηματογραφοβίας, που ξέχασα να πω ότι είχα μάθει από χρόνια ότι με πιάνει και στην αληθινή ζωή τελικά και ότι μάλλον κάπως αλλιώς θα πρέπει να λέγεται και ακόμη χειρότερα δε μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό.
'Τσαμ, τσεχ, τσιφούτ λένε οι..' είπε ο κύριος από το διπλανό τραπέζι στην παρέα του και ίδρωσαν τα χέρια μου από το ζόρι μου που παρόλο που ήμασταν μόνο δυό τραπέζια δεν μπορεσα ν' ακούσω ποιοί το λένε αυτό και μετά κάτι λέγανε για Τσάμηδες και Αρβανίτες και για αυτούς που ζούνε δίπλα από ποτάμια και για τα γλαροπούλια που κάνουν φωλιές στη Ροτόντα και μετά πιάσαμε και εμείς συζήτηση για παζάρια στο δρόμο στη Θεσσαλονίκη και τί μπορείς να βρεις από τη Βαλτική. Ψοφάω για ιστορίες. Κας ας είναι μισές αλήθειες, μισά ψέματα. Και μάλιστα ιστορίες που τις ακούς τυχαία και εκεί που δεν το περιμένεις. Ω, τα χερια μου είχαν ιδρώσει από ενθουσιασμό τελικά.
Όσοι έχετε δει το '12' θα καταλάβετε. Η παρέα στο διπλανό τραπέζι ήταν βγαλμένη από την ταινία. Πέντε άντρες και μια γυναίκα χωρίς προφανή σχέση μεταξύ τους, οικογενειακή, φιλική, επαγγελματική, τρωγόμουν να ρωτήσω τί είστε ρε παιδιά, συνευρέθηκαν να φάνε για κάποιο λόγο δε μπορεί κι όμως ένας ένας δε φαινόταν να έχουν σχέση με τον άλλον κι όμως ένας ένας είχαν στο πρόσωπο τους μια ιστορία ζωγραφισμένη, να ο κύριος που μιλούσε τώρα ήταν ένας παππούλης που μιλούσε με απαλή φωνή τα πιο όμορφα, ωραία και λίγο παρωχημένα-με-γοητευτικό-τρόπο ελληνικά που έχω ακούσει εδώ και καιρό. Ο απέναντι του ήταν πιο νέος, πρόσωπο γεμάτο εσωστρέφεια αλλά και περηφάνεια, κάποια στιγμή είπαμε ότι αν ήταν τελικά όλοι Ρώσοι στην καταγωγή αυτός θα ήταν Καζάκος. Και συνέχισα να κατεβάζω μπουκιές, να τους παρακολουθώ σα να βλέπω σκηνή από ταινία και φυσικά επιστροφή στη μαύρη σιωπή.
Λατρεύω τον κινηματογράφο. Να όμως βλέπω δίπλα τον φίλο μου αυτή τη στιγμή που έχει δει δεκαπλάσιες ταινίες από μένα, που στον κινηματογράφο ορκίζεται και λατρεύει, που στις ταινίες είδε κάτι πολύ μεγαλύτερο από το σερβιρισμένο περίτεχνα ή όχι entertainment, που ξέρει άλλους είκοσι, τριάντα που λέει ότι αγαπάνε και καταλαβαίνουν τον κινηματογράφο ακόμη περισσότερο. Κάτι ψίχουλα έχω δει και γω και όμως αν με ρωτήσεις να μιλήσω χωρίς φόβο ότι θα θεωρηθώ σνομπ θα σου πω ότι γύρω μου πάντα έβλεπα και βλέπω τις πιο γαμάτες ταινίες. Τις ζω ένα πράμα. Με ένα τέτοιο ένστικτο αγάπησα λοιπόν και τον κινηματογράφο αλλά και πολλά άλλα πράματα, κυρίως αυτή και κάθε πόλη.
Σε μια συνάντηση πρόσφατα όπου μιλούσαμε για τον νέο Εξώστη λοιπόν κάποιος έκανε αναφορά σε εκείνο το παλιό free press για το οποίο μιλούσαν οι φίλοι μου παλιά και εγώ απαξιούσα. Συγκεκριμένα το χαρακτήρισε ως κάπως ιντελεκτουάλ, κλειστού κύκλου, για γνώστες, για λίγους ή κάτι τέτοιο. Σκέφτηκα ότι κρίμα αν δεν μπορείς να δεις μια ταινία όπως δε μπορούσα και εγώ για καιρό αλλά ακόμη πιο κρίμα αν δεν έχεις συνειδητοποιήσει ότι η πόλη που είναι εκεί έξω και ζέχνει και σε καλεί, αυτό πάντα έκανε και μερικοί έτσι την άκουσαν και αυτό είναι καλό. Λες και τώρα πια υπήρχε καμία περίπτωση να πάω σε εκείνο το diner να ξενυχτάω με τα refills του χτικιού που έκανε την σερβιτόρα. Αλλά να ρε συ, τουλάχιστον το θυμήθηκα με κάποια ευάερη, ευήλια και διαμπερή ανατριχίλα.