αυτό το καλοκαίρι
μΕ είπε η μπλιμ μπλομ και η Ζωή επίσης γράψε ρε συ κανένα ποστ και είπα ας γράψω γιατί τα λέω που τα λέω στο μυαλό μου, ας τα γράψω κιόλας. You see, έχουμε καμιά φορά this noble idea ότι γράφαμε καλά, ή μάλλον αληθινά, και όταν πήγα πίσω και διάβασα μερικά ποστς, έφριξα. Δεν είμαι του γραψίματος σίγουρα ή με ξεπέρασα καλώς και κακώς αλλά έχει δίκιο η μπλιμ μπλομ, τα μπλογκς ήταν και είναι ωραία για τη φάση τους. Το δικό της -ξανά-, της Ελένης, της Ροζαλίας και κανα δυό ακόμα επισκέπτομαι αραιά και που και είναι ωραία, αν φύγουν θα μου λείψουν. (Και μόλις πρόσεξα ότι god bless είναι όλες γυναίκες). Ήθελα όμως πολύ να γράψω γι' αυτό το καλοκαίρι, οπότε...
Πριν φτάσει το καλοκαίρι ανέβηκα σ' ένα αεροπλανάκι από το Βουκουρέστι και προσγειώθηκα στην Τρανσυλβανία την οποία διέσχισα σ ένα αυτοκίνητο μέσα στη μαύρη νύχτα, που ο οδηγός του έτρεχε σαν τρελός και κάποια στιγμή μπήκε σ ένα χωριό, άδειο, σκοτεινότατο και σταμάτησε και τα έπαιξα γιατί λέω ωραία, γλύτωσα το αυτοκινηστικό, αλλά τώρα θα με βιάσει και θα με σκοτώσει και θα με πετάξει στο χαντάκι. Αλλά απλά είχαμε χάσει το δρόμο. Και έτσι έζησα να το πω και αυτό. Όταν όμως έφτασε αυτό το καλοκαίρι βρέθηκα και σ' ένα άλλο σκοτεινό μέρος (μεταφράστε στ' αγγλικά, εκεί έτσι το λένε :p). Δεν εννοώ φυσικά το περιβάλλον γύρω μου. Και ήταν πιο τρομακτικό και από το πιο απομονωμένο χωριό της Ρουμανίας στα πιο μαύρα τα μεσάνυχτα και με όλους τους θρύλους του Δράκουλα στο μυαλό σου.
Αν πιστεύει κανείς στα σημάδια, αυτό το καλοκαίρι ξεκίνησε όταν ερωτεύτηκα ένα καταπράσινο δάσος στη Σουηδία, τη βόρεια θάλασσα ξανά, τα ανθισμένα κίτρινα λιβάδια ελαιοκράμβης και το υπέροχο ουρανό τους. Σπίτι είναι εκεί που είναι η καρδιά σου και η δικιά μου καρδιά απ' ότι φαίνεται είναι κάπου εκεί πάνω. Από default, από τότε που με ξέρω δηλαδή -από τα γεννητούρια- και δεν ξέρω πως έγινε αυτό.
Επέστρεψα στην ταλαιπωρημένη, ρημαγμένη χώρα εν μέσω δυο συνεχόμενων εκλογών. Οι περισσότεροι φίλοι ψήφισαν φανατικά το νέο wannabe πασόκ, στο τουίτερ έκραζαν κάτι ξόανα που έλεγαν ότι είναι φιλελεύθερα αλλά δεν είναι, οι αναρχικοί μια εδώ και μια εκεί αλλά τίποτα και η ντροπή, ω η ίδια η ντροπή μέσα στη βουλή. Όσο για μένα, πίστευα ότι σκαμπάζω από πολιτική, πλέον σας λέω δεν.ξέρω.τίποτα. Όχι δεν σάστισα από τις αλλαγές, πιο φτώχεια, πιο εξαθλίωση, πιο ανοσία, πιο παρανομία (μέχρι εκεί, άλλες αλλαγές δεν έχει). Απλά προσπαθώ να μην το χάσω.
Σκοτεινά ήταν όμως όταν αυτό το καλοκαίρι με βρήκε να ξυπνάω τρομαγμένη μέσα στον ύπνο μου, να στάζω ιδρώτα και να μην μπορώ να πάρω ανάσα. Να σηκώνομαι το πρωί και ν ανοίγει μια αόρατη καταπακτή από πάνω μου και να λούζομαι φρίκη. Να είναι ο αέρας γύρω μου, ένα πηχτό, γκρι πράμα. Και να ουρλιάζουν τα σωθικά μου και να μην μπορώ να κάνω τίποτα πέρα από το να βογκάω από πόνο. Αυτό το καλοκαίρι, πραγματικά, τρόμαξα. Μου κόπηκαν τα πόδια. Ήμουν μόνη και αβοήθητη ή έτσι μου φαινόταν. Και μάζεψα κάτι κομματάκια από το πάτωμα, ότι απέμεινε. Και προσπάθησα να τα βάλω σε τάξη όπως μπορούσα. Και ο Πετ μου είπε όποιον από τους δυο δρόμους αποφασίσω να πάρω θα είναι μαζί μου. Και σνιφ, αλήθεια ήταν σα να μου έδωσε ένα φυλαχτό γεμάτο δύναμη για να ξεκινήσω ένα ακόμη ταξίδι. Το καλύτερο φυλαχτό, unconditional love. Beat that.
Ξύπνησα ένα πρωί αυτό το καλοκαίρι και σκέφτηκα ότι αν ζωγράφιζα εκείνη τη στιγμή, θα ζωγράφιζα μια μάγισσα με μια ελιά στη μύτη της να ανακατεύει ένα καζάνι όπου μέσα ήταν το μυαλό μου. Και ξύπνησα πολλά πρωινά και σκέφτηκα τι θα ζωγράφιζα. Και ο Πετ μου χάιδευε το κεφάλι κάθε πρωί. Και έτσι σιγά σιγά ήμουν καλύτερα.
Κάποια στιγμή αυτό το καλοκαίρι πήγα στη θάλασσα. Πήγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και για να ξεπλύνω ότι είχα μέσα μου. Και έτσι και έγινε. Έπεφτα, έβαζα γυαλάκια και κολυμπούσα. Δεν σταματούσα. Μετρούσα χεριές, 200, 500, 700, 1100. Όλο και περισσότερες, όλο και πιο άνετα, όλο και πιο μακριά, όλα τα χρώματα της θάλασσας, όλος ο ουρανός. Και να πέφτω βουτιά από την κουπαστή μιας βάρκας. Ξανά και ξανά. Από αυτό το καλοκαίρι (και) αυτό θα το θυμάμαι, picture perfect, να ανεβαίνω στη βάρκα να κοιτάζω το βυθό και να πέφτω. Να μας παίρνει ο ύπνος κάτω από τα πεύκα και να ακούμε τα τζιτζίκια. Να διαβάζω το "Στην Παταγωνία" του Τσάτουιν. Να τραγουδάει μια κοπέλα με υπέροχη φωνή. Να γελάω.
Ένα απόγευμα αυτό το καλοκαίρι, μπήκαμε με τους σάκους μας σ ένα διαμέρισμα στο Le Marais, δυο βήματα από το Pompidou. Η οικοδέσποινα είχε παρέα έναν Αφγανό λίγο μεγαλύτερο μου, ευγενικό, ωραίο παιδί, συστηθήκαμε όλοι, νιώσαμε όλοι λίγο αμήχανα, λίγα αγγλικά που γνώριζε αυτός μας είπε ότι πέρασε και από Ελλάδα, 6 μήνες ήταν στην Πάτρα, μας κέρασε αυτά που είχε αγοράσει να φάει, μας κέρασε και η οικοδέσποινα νερό με σιρόπι αμυγδάλου, έσπρωχνα διακριτικά τις τρεις περσικές γάτες όταν τριβόταν επάνω μου.
Φαντάσου να έχεις ξεκινήσει από το Αφγανιστάν να πας στην Ευρώπη. Με ότι σου έχει απομείνει. Να έχεις γυναίκα και τρία παιδιά και να τα αφήνεις πίσω. Να μην ξέρεις να διαβάζεις, να γράφεις. Να υποθηκεύεις τη μισή σου περιουσία. Να φτάνεις Ελλάδα και να κοιτάς να μην μπλέξεις με τους τελευταίους των τελευταίων των ομογενών σου και σε βρούνε τρυπημένο και τελειωμένο καμιά μέρα δίπλα από τα σκουπίδια. Να πηγαίνεις Αγγλία έχοντας υποθηκεύσει πλέον και την υπόλοιπη περιουσία σου. Να σε πιάνει η αστυνομία και να τρως απέλαση στη Γαλλία. Να κοιμάσαι κάτω από τις γέφυρες του Παρισιού. Να σε μαζεύει μια Γαλλίδα και να μαθαίνεις να διαβάζεις. Να βρίσκεις δουλειά στις οικοδομές. Να σε παίρνει τηλέφωνο η γυναίκα σου και να σου λέει ότι ο μονάκριβος γιος σου πέθανε. Να συνεχίζεις τη δουλειά. Να τρέχεις ακόμη πιο πολύ, να γίνεται δεκτή η αίτηση σου για Γαλλική υπηκοότητα. Να περιμένεις τη γυναίκα σου να φτάσει και να ξέρεις ότι οι κόρες σου από το Σεπτέμβρη θα πάνε σε γαλλικό σχολείο. Αυτή ήταν η ιστορία του και φυσικά ήταν πολύ περήφανος για να μας την πει ο ίδιος.
Αυτό το καλοκαίρι ξαναπίστεψα στον άνθρωπο, στην αυτοδιάθεση, στην αλληλεγγύη, στα όνειρα, στο να σου χαιδεύουν το κεφάλι. Στη μόρφωση, στις επιστήμες, στις τέχνες. Στη δύναμη της φύσης. Και στην αγάπη. Μας έφερε η οικοδέσποινα να δούμε το πρόγραμμα από το φεστιβάλ όπου προβλήθηκε στο ντοκυμαντέρ του γιου της. Περήφανη, το έκανε όταν ήταν μόλις 17 και τελείως μόνος του. Διαβάζω την αγγλική περιγραφή και μεταφράζω "ήθελα να κάνω ένα ντοκυμαντέρ για το Αφγανιστάν, τη χώρα του πατέρα μου, που ουσιαστικά δεν τον γνώρισα ποτέ, αλλά μου άφησε ένα γράμμα και είπε ότι δεν θέλει να με ξέρει". Ο δικός μου πατέρας όταν τ' άκουσε ανατρίχιασε και εγώ λίγο μετάνιωσα που του είπα την ιστορία γιατί ποιός ξέρει τι έχει τραβήξει ο διπλανός σου κι ας είναι και γονιός σου. Αλλά και ευτυχισμένη -ναι, ευτυχισμένη- που όλα πήγαν καλά και όλα θα πάνε καλά και για τον μικρό που είχε στα 17 τα κότσια να κάνει αυτό που έκανε. Και γαμώ τα παιδιά if you ask me.
Από αυτό το καλοκαίρι θα θυμάμαι το βυθό της θάλασσας και πως φαίνεται ο ουρανός όταν κοιτάς από το βυθό επάνω. Θα με θυμάμαι να είμαι σε ένα chateau κρυμμένο μέσα σε υπέροχους κήπους, να πίνω mojitos και να χορεύω Μαντόνα. Θα θυμάμαι όλες τις φορές που δάκρυσα, μία μία. Όλους τους ανθρώπους με τους οποίους είπαμε και μια κουβέντα παραπάνω. Θα θυμάμαι πως μετά από το πρωινό κουλουριαζόμουνα δίπλα στον Πετ και ηρεμούσα. Αυτό το καλοκαίρι κολύμπησα, έτρεξα, έκλαψα, γέλασα, συγκινήθηκα, αγάπησα ακόμη πιο πολύ, ερωτεύτηκα, χτυπήθηκα, έπεσα, σηκώθηκα, είδα ένα σωρό πράματα, άκουσα ακόμα πιο πολλές ιστορίες και έκοψα και το τσιγάρο.
Αυτό το καλοκαίρι ήταν το καλύτερο καλοκαίρι.