20130731

και αυτό όμως το καλοκαίρι




Τα κλάματα με έπιασαν στη σοφίτα του κέντρου για την Αρκτική Αλεπού, που βρίσκεται απομονωμένο σε ένα φιορδ στη βορειοδυτική Ισλανδία και μάλιστα στη συλλογή έχουν ηχογραφήσεις από τη ραδιοφωνική εκπομπή ενός τύπου που ήταν κυνηγός αλεπούδων και έβγαινε στο μικρόφωνο μια ώρα την εβδομάδα και έκανε ήχους αλεπούδων, καταλαβαίνεις... Αλλά να πω για το ξέσπασμα κλάματος. Έβλεπα λοιπόν ένα ντοκυμαντέρ όπου η αλεπουδίτσα βρήκε αλεπουδίτσο, έκαναν αλεπουδάκια, μάρκαραν τον χώρο τους και μεγάλωναν τα μικρά, σιγά το πράμα. Κάποια μέρα ο αλεπουδίτσος δε γύρισε από το κυνήγι και η αλεπουδίτσα ανέλαβε μόνη της να πηγαίνει να βρίσκει φαγητό, να μεγαλώνει τα μικρά της και να προστατεύει το χώρο τους. Όταν δε, εμφανίστηκε αλεπούδος-εισβολέας τον έδιωξε με μεγάλη επιτυχία. Μια μέρα όμως που έλειπε για κυνήγι, ο αλεπούδος-εισβλέας επέστρεψε και έπνιξε ένα ένα τα μικρά. Έτσι επιβίωσε η αλεπουδίτσα που είχε αρχίσει να εξαντλείται και να μην μπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των μικρών που επίσης χρειαζόταν την φροντίδα δύο γονέων και μπόρεσε να επανακάμψει ώστε την επόμενη χρονιά να είναι γερή και να κάνει καινούρια μωρά, τα δικά του. And that ladies and gentlemen is survival. Άλλο να σου το λέω, άλλο να το βλέπεις. Κλάμα μετά να δεις, ο νόμος της επιβίωσης είναι μια φρίκη και μισή.

Δε γνωρίζω πότε ακριβώς στράφηκα στη φύση και στην αναζήτηση μου εκεί. Στο μυαλό μου είμαι ακόμη παιδί της πόλης, ή έστω είναι η αναφορά μου, το mindset μου και θα παραμείνει καθώς η κουλτούρα των κοινωνιών που ζουν στα χωριά με εξοργίζει, to say the least. Επίσης, στο μυαλό μου όταν βρίσκομαι στη φύση και όταν δηλώνω κατοικία στην ύπαιθρο, νοιώθω σα να βρίσκομαι out in the field, αποστολή κι έτσι. Παρατηρώ και με παρατηρώ, για να τα πω στους άλλους στην πόλη όταν επιστρέψω. Ποτέ δεν ένοιωσα ένα με τους ανθρώπους που μοχθούν στη γη και θεωρούσα τουλάχιστον γραφικούς αυτούς που παρατάνε την πόλη για να πάνε να ζήσουν το όποιο rurale όνειρο. Αποφεύγω να χρησιμοποιήσω τη λέξη 'επαρχία' γιατί αυτό χρειάζεται ξεχωριστό ποστ για να εξηγήσει μια υφέρπουσα ελληνική εμμονή και σύγχυση στον ορισμό του χώρου και της ταυτότητας, που μια μέρα θα είναι το PhD μου αν και βαριέμαι λίγο να πω την αλήθεια. 

Όταν στου διαόλου την μάνα, στο Latrabjarg, σε ένα από τα πιο δύσβατα αλλά και ποιο υπέροχα μέρη της Ισλανδίας είδαμε έναν με ποδήλατο, ανοίξαμε το παράθυρο και τον χαιρετήσαμε να δούμε πως είναι, είχε αρχίσει να βρέχει, το κοντινότερο σημείο στάσης ήταν χιλιόμετρα ανηφόρας μακριά. Με έκπληξη είδαμε το πρόσωπο ενός εξηντάρη και φεύγα, να λάμπει και να μας χαιρετάει πρόσχαρος, ολοφάνερα να απολαμβάνει το τοπίο γύρω του, τη βόλτα, το να είναι μόνος. Στο δικό μου worldview αυτός ο τύπος δεν μπορεί να είναι από χωριό/ύπαιθρο γιατί θα ήταν από τη μία πολύ τσακισμένος από τη δουλειά για να κάνει κάτι τέτοιο, από την άλλη για κάποιο λόγο η εικόνα αυτού του ανθρώπου αλλά και το εγχείρημα του, προσωπικά για μένα ανήκει στην επιτομή του urban sophistication, και μάλιστα όχι του γραφικού, πωρωμένου, αλλά του ελεύθερου μυαλού και πνεύματος και της πειθαρχημένης ανεξαρτησίας. Όταν μεγαλώσω, έτσι θέλω να γίνω.

Σε μια ορειβατική εξόρμηση μου λέει κάποια στιγμή ένας από τους μεγαλύτερους ορειβάτες να τον πλησιάσω. Στεκόταν στην κόψη ενός βράχου και ενώ σπάνια φοβάμαι ιδιαίτερα, αποφεύγω και να πλησιάσω τις άκρες οπότε ας πούμε ότι πήγα λίγο πιο κοντά, όσο μπορούσα. Όχι, μου λέει, εδώ. Και εκεί στην άκρη το βράχου στάθηκα. Και είναι περίεργο συναίσθημα όταν στέκεσαι για πολύ ώρα και δεν κάνεις πίσω αμέσως. Παίζεις με τον φόβο ένα ιδιαίτερο παιχνίδι. Και καταλαβαίνεις ότι είναι όλο επάνω σου. Γιόγκα και αηδίες. Πάτε στην κόψη και σταθείτε. Όχι για λίγο αλλά μέχρι να ηρεμήσει η αναπνοή και το μυαλό, όχι όμως να χαλαρώσει. Και μετά να περιηγηθεί η ματιά γύρω. Priceless.

Πέρσυ το καλοκαίρι, στο προηγούμενο ποστ, βγήκα από μια πολύ, πάρα πολύ βαθειά βουτιά. Ακόμη το παλεύω. Είμαι όμως καλύτερα. Και ελπίζω να μη με ξαναρωτήσει κανένας σας γιατί μένω στην επαρχία του μυαλού σας και παίρνω τα βουνά κάθε τρεις και λίγο. Μου αρέσει. 

υγ - π. σε ευχαριστώ για τόσα, μα τόσα πολλά