[Alpensee, by Thierry de Cordier]
Kαταρχήν είμαι καλά, πολύ καλά κιόλας.
Για το προηγούμενο καλοκαίρι δεν έγραψα. Έμεινα με μια ωραιότατη ουλή από τον ομφαλό μέχρι το στήθος. Περίεργο πράγμα ο χρόνος. Είχα βγει από το νοσοκομείο μέσα καλοκαιριού και νόμιζα ότι είναι ακόμη αρχές Ιούνη. Έχω διάσπαρτες εικόνες από τις μέρες στο νοσοκομείο και θύμηση ενός τρομερού πόνου που σχηματικά ας πούμε ότι με ταλαιπώρησε, πραγματικά όμως μου ενέγραψε ανεπιστρεπτί την εμπειρία να είσαι μαστουρωμένος από αλλεπάλληλα οπιούχα ενέσιμα που για κάποιον λόγο δε σε πιάνουν, και παραπάνω δεν επιτρέπεται πλέον να σου κάνουν γιατί ήδη έχει ξεπεραστεί κάθε επιτρέψιμο όριο και του πιο ριψοκίνδυνου ιατρού, και παρόλ' αυτά σφαδάζεις από τον πόνο με ότι φωνή σου έχει απομείνει. Μην ξαναπείτε για βαρειά αρρώστους ότι είναι γενναίοι. 'Οσο από μακριά ένοιωσα ένα κομματάκι της φρίκης του σωματικού τους (μόνο) πόνου, δεν υπάρχει πρακτικά περιθώριο για τίποτα άλλο. Όλα αυτά τα γενναία, ότι το υπομένεις, ότι όταν έρθει η δύσκολη η ώρα είσαι πιο δυνατός απ ότι φαντάζεσαι, κτλ κτλ κάποτε μου ακουγόταν σαν παρηγοριά για οτιδήποτε μπορεί να μας τύχει. Όχι πια και ποτέ πια.
Ένα τρομερό που κάνει ο πόνος είναι ότι σε αφήνει μόνο. Χρειάζεσαι να είσαι μόνος για τον διαχειριστείς. Μοιράζεις το βράδυ σε κομμάτια χρόνου που πρέπει να αντέξεις. 11-1 που αποσύρονται οι κοντινοί σου, οι νοσοκόμες, οι γιατροί, και ξεκινάς τον γολγοθά να υπομείνεις λίγο ακόμη πόνο, 1-2 όποιος έχει μείνει να σε προσέχει κάνει ότι μπορεί και μαζί ότι σας φωτίσει, όρθιος πονάς, ξαπλωμένος πονάς, να περπατήσεις δεν μπορείς, 2-3 πάει και αυτός ο ταλαίπωρος που σε προσέχει να κοιμηθεί λίγο. Θυμάμαι ότι ένα βράδυ κοιμήθηκα μόνο μετά από τέσσερις ενέσεις με τον Πετ να με έχει πάρει αγκαλιά και να μου χαϊδεύει το κεφάλι. Του είμαι ευγνώμων για άπειρα πράγματα αλλά για εκείνη την αγκαλιά μια ζωή και παραπάνω. 3-4 τους ξυπνάς όλους με κραυγές από τον πολύ πόνο, 4-6 βλέπεις να χαράζει και το φως να καίει τα σύννεφα και να μοιάζουν σαν δράκο που πετάει πάνω από το βουνό, τα σύννεφα είναι χρυσά, το βουνό απέναντι κάστρο και εσύ είσαι σκεβρωμένος όρθιος στην άκρη ενός κρεβατιού με δάκρυα απελπισίας στα μάτια και μαζεύεις δυνάμεις να μπορέσει το μυαλό να φανταστεί μπας και απαλύνει λίγο από τον πόνο. Δεν το κάνει. Αλλά kudos που έπαιξες και με την φαντασία λίγο. 7 η ώρα περιμένεις τον γιατρό. Πονάς. Πονάς όχι γιατί έχεις ώρες που πονάς έτσι, μέρες, πονάς γιατί ο πόνος είναι σφοδρός, το ότι τον έχεις υπομείνει κιόλας δεν παίζει στο μυαλό εκείνη την ώρα.
Καμιά φορά τα βράδια έβρεχε. Ήταν βροχερό το περσινό καλοκαίρι. Και καταιγίδα είδα.
Θυμάμαι όταν βγήκα και ήμουν πλέον σε ανάρρωση ότι δε χόρταινα τον ύπνο.
Τώρα που συζητάμε πλέον για το περσινό καλοκαίρι καταλαβαίνω ότι πολλά δεν τα θυμάμαι κιόλας.
Καλύτερα.
Απλά ήθελα να γράψω και δυο λόγια για αυτό.