Περπατούσα, αργά το βράδυ, με τα ακουστικά στ' αυτιά και βρισκόμουν σε εκείνο το -σχεδόν χωρικό το νοιώθεις- σημείο, παραδόξως, όπου έχεις βυθιστεί στο μυαλό σου αλλά και έχεις απορροφηθεί από το τοπίο γύρω σου, τα βουνά, το σούρουπο που απομένει, ο αέρας που δεν έχει κρυώσει ακόμη, υπάρχεις δηλαδή σε αυτό που η τελευταία μόδα ονομάζει μάιντφουλνεςς αλλά το ευχαριστιέσαι με την πλήρη επίγνωση, χρόνια τώρα, ότι κάθε άνθρωπος που αγαπά τη μοναχικότητα ξέρει να το κάνει τόσο, μα τόσο εύκολα. Έχω δοκιμάσει διάφορα πράγματα για να με βοηθήσω να υπάρχω, από γιόγκα μέχρι αντικαταθλιπτικά. Το πρώτο το παράτησα απηυδισμένη και το δεύτερο όταν ήρθε ο καιρός και είπε η γιατρός ότι αν νοιώθεις ότι μπορείς, σταμάτα τα. Μπορούσα λοιπόν. Ανέτρεξα, καθώς συνέχισα να περπατώ, σε όλα τα κλισέ που πέρασαν από την οθόνη στην τελευταία σειρά που παρακολουθούσα. Ότι η μεγαλύτερη και πιο ασυγχώρητη βία είναι αυτή που επιβάλλουμε στον εαυτό μας, ότι στο τέλος θα κριθούμε από το θάρρος της καρδιάς μας, ότι παλεύεις μαζεύοντας σε ένα σημείο όλα όσα σε πονάνε, σε κάνουν να κλαις, να γελάς, να σκέφτεσαι, να αγαπάς, αυτά όλα τα μαζεύεις στη γροθιά σου και αυτήν προτείνεις και αυτή είναι μια αξιέπαινη μάχη. Το να ασχοληθώ με μαχητικά αθλήματα ήρθε σε ηλικία που θεωρούμε μεγάλη για σοβαρό αθλητισμό και αυτό είναι ασήμαντο γιατί ήρθε και κάθισε αυτά τα χρόνια πολύ φυσιολογικά το μάθημα, το κάθε μάθημα, για αποδοχή του εαυτού μας ως μοναδική ευκαιρία για να ζήσουμε.
Σκατά τα έχω κάνει.