red
Τα Χριστούγεννα στην Κοζάνη σημαίνουν διαγωνισμός μεταξύ των νοικοκυρών για το ποιά θα κάνει τα καλύτερα γιαπράκια, για τα παιδιά ποιό θα φάει τα περισσότερα και για τους νοικοκυραίους ποιός θα βγάλει το καλύτερο κρασί. Κάθομαι στο τραπέζι με την (extended) οικογένεια και κοιτάζω το μπουκάλι με το κρασί που άφησε ο πατέρας μου επάνω. Όταν το δοκίμαζα παλιά μου φαινόταν ξυνό, αλλά τότε έπινα και γάλα, μάλλον ήμουν μικρή ακόμα. Με τα χρόνια μου άρεσε ή γιατί ήταν όντως καλό ή γιατί είχα συνηθίσει τη γεύση του. Κάποιες φορές παραπονιόμουν για το χρώμα, μα καφετίζει λίγο, μα δεν είναι πολύ βαθύ, αυτά τα εμφιαλωμένα γιατί έχουν βαθύ κόκκινο χρώμα και τέτοιες βλακείες. Παρόλ' αυτά το έπινα με την ίδια χαρά που πατούσα τα σταφύλια με τις τεράστιες πλαστικές μπότες του παππού που γλυστρούσαν. Όχι λίγες φορές βρέθηκα να κολυμπώ μέσα στον μούστο. Κάποια στιγμή έχοντας φύγει από το σπίτι, σπουδαγμένο και κοσμογυρισμένο κορίτσι σε ξένες πολιτείες, τρύπωνα μέσα σε κάβες και χάζευα τις ετικέτες των κρασιών που έβλεπα. Και δοκίμαζα ότι μπορούσα πέρα από το συνηθισμένο φοιτητικό 'ξινοφάλιασμα' που λένε ότι είναι κρασί. Ποτέ δεν έγινα conosseur, πως λέγεται δηλαδή το ένα κρασί και πως το άλλο και από ποιό κτήμα ήταν, αποτελούσαν λεπτομέρειες. Μου αρκούσε η γεύση που άφηναν στον ουρανίσκο για να καταλάβω αν κάτι είναι καλό ή όχι. Πιο μικρή νόμιζα ότι το κρασί είναι κάτι που το κάνουν όλα τα σπίτια, απλά είναι και μερικοί που είναι άσχετοι και τους βγαίνει ξύδι μερικές χρονιές. Πρόσφατα, άρχισα να συνδέω στο μυαλό μου ονόματα κρασιών με γεύσεις. Πολύ βολικό γιατί επιτέλους μπορούσα να προτείνω σε φίλους τι να δοκιμάσουν, από φθηνά Χιλιανά μέχρι άγνωστα Σέρβικα. Και φυσικά τους πήγαινα όταν μπορούσα και κανένα μπουκάλι από το οικογενειακό μας κρασί, το ανώνυμο. Το οποίο αποσπά διθυραμβικές κριτικές, εγώ νόμιζα από ευγένεια τα λέγανε ή γιατί είχαν συνηθίσει και αυτοί που τα λέγανε αντίστοιχα δικά τους σπιτικά κρασιά. Οπότε κάθομαι στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι και συνεχίζω να κοιτάζω το μπουκάλι με το κρασί που άφησε ο πατέρας μου σε πλαστικό μπουκάλι από νερό γιατί μόλις το έβγαλε. Ρε μπαμπά, του λέω, έχω μια απορία. Το κρασί μας, τί κρασί είναι? Περίμενα να μου πει, χαζό είσαι? Αλλά κατάλαβε και αυτός ότι φυσικό είναι να μην ξέρω γιατί όλοι στην περιοχή τέτοιο κρασί βγάζουν και μετά μιλάμε για τις διαφορές μεταξύ τους με τοπικούς όρους. Είχα δηλαδή μια υποψία για την ποικιλία αλλά δεν ήξερα ότι είναι αυτή ακριβώς, μπορεί αυτή που είχα στο μυαλό μου απλώς να έμοιαζε με αυτό που έπινα από μικρή. Ξυνόμαυρο, μου λέει. Αληθινό ξυνόμαυρο? τον ρωτάω. Αυτό ναι ήταν χαζή ερώτηση. Δηλαδή, οκ πιο αληθινό δεν γίνεται. Ναι μερικοί βάζουν κι άλλες ποικιλίες κατά το 1/5 της παραγωγής αλλά το συγκερκιμένο που έπινα ήταν 100% ξυνόμαυρο και άρχισαν να μου εξηγούν με τον παππού γιατί τυχαίνει να είναι και άψογο δείγμα ξυνόμαυρου, αρχίζοντας από το πως είναι τα αμπέλια στην πλαγιά, πως τα χτυπάει ο ήλιος, πως τα προστατεύει η πλαγιά, πλήρη ανάλυση μικροκλίματος να τη ζηλέψει ο καλύτερος οινοπαραγωγός μέχρι τα βαρέλια που βάζουνε στο κελάρι της γιαγιάς που φοβόμουνα παλιά να μπω γιατί ήταν κρύο και σκοτεινό και πως καθαρίζουν τα βαρέλια και για κάτι γαλλικά βαρέλια που πλέον είναι ανοξείδωτα απλά ρίχνουν μέσα ξύσμα από ξύλο για να πάρει το κρασί τη μυρωδιά, αλλά εμείς δεν έχουμε τέτοια γιατί είναι ακριβά, όχι ίσως καλύτερα απλά πιο βολικά γιατί αυτοί βγάζουν κρασί μαζικής παραγωγής, πού να τα καπνίσουν ολα τα βαρέλια και κάθε πότε να τα αλλάξουν, κτλ κτλ. Ναι, ναι κόντεψαν να περάσουν 30 Χριστούγεννα για να καταλάβω τι κρασί πίνουμε τα Χριστούγεννα στο σπίτι. Τύφλα να έχει ο Κυρ Γιάννης.